Η αγορά της σύγχρονης τέχνης φοράει τα μαύρα

Μαύρη πλερέζα έχει φορέσει η παγκόσμια αγορά της σύγχρονης τέχνης. Πενθεί απ’ ό,τι φαίνεται για την, απρόσμενη δήθεν, απώλεια της υπόληψής της. Μαζί μ’ αυτήν πενθούνε νιές, πενθούν και παλικάρια. Και πώς να μην πενθήσουν… Τα μαντάτα από την πρόσφατη Frieze Art Fair του Λονδίνου, ένα από τα μεγαλύτερα παζάρια σύγχρονης τέχνης στον κόσμο, είναι θλιβερά και κάνουν κάποιους να θρηνούν με επίσης μαύρο δάκρυ τώρα που τα φώτα χαμηλώνουν και το πάρτυ που είχε στηθεί τα τελευταία χρόνια μοιάζει να έφτασε, μάλλον άδοξα, στο τέλος του. Η πρόσφατη κρίση, αναμενόμενη κρίση ενός γενικότερου μοντέλου ανάπτυξης και όχι στενά οικονομική και απλώς συγκυριακή, ήρθε να μετατρέψει το πάρτυ, πάνω που φούντωνε, σε κηδεία.
Η αγορά της σύγχρονης τέχνης είναι άλλη μια «φούσκα» που σκάει με παταγώδη κρότο και καταβαραθρώνει σταθερές μέχρι χθες «αξίες» αφήνοντας ενεούς όλους όσους επένδυσαν (με κάθε τρόπο) σ’ αυτήν. Τα χτυπήματα που δέχεται η αγορά της σύγχρονης τέχνης είναι πολλαπλά και ένα από τα πλέον ισχυρά, που την κλονίζει στη βάση της, είναι ότι η συγκεκριμένη αγορά, όπως και η αγορά ακριβών αυτοκινήτων, αποψιλώνεται από μια πολυπληθή μερίδα αγοραστών στην οποία είχε στηριχτεί η πρόσφατη ανάπτυξή της αλλά και η υπερβολική άνοδος των τιμών που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Οι νέο-γιάπηδες, μαζί με την ξανθή σύζυγο, το τζιπ και το σπίτι με πισίνα (αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο φαντασιακό των γιάπηδων από χώρα σε χώρα, σε αυτές τις τρεις επιλογές, κατά έναν παράδοξο τρόπο, συγκλίνουν), εξαγόραζαν κοινωνικό στάτους κάνοντας παράλληλα και μια επικερδή (έτσι τουλάχιστον πίστευαν) επένδυση σε έργα τέχνης. Όλα έγιναν σε έναν αδικαιολόγητα υπερθετικό βαθμό και ο μαξιμαλισμός, απόλυτα συμβατός με τη λογική της ανάπτυξης και του κέρδους, κυριάρχησε. Οι γκαλερί, οι φουάρ και οι μπιενάλε ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια απανταχού της γης μαζί με μια πληθώρα καλλιτεχνών, «θεωρητικών», κριτικών και επιμελητών, οι δημοπρασίες έργων σύγχρονης τέχνης έπιαναν ασύλληπτες τιμές (όπως προσφάτως τα έργα του Damien Hirst π.χ.), ενώ τα πιο trendy περιοδικά του χώρου άρχισαν να πάσχουν από υπερτροφία λόγω των πολλών διαφημίσεων που φιλοξενούσαν ανά τεύχος.
Αναμφίβολα η αγορά «ανθούσε» και πλημμύριζε με αισιοδοξία τους έμπορους σύγχρονης τέχνης, τα στελέχη και τα κάθε είδους φερέφωνά τους και συνακόλουθα και τους καλλιτέχνες που εκτός από το να ονειρεύονται να γίνουν «σταρ» μπορούσαν επίσης να ευελπιστούν πως, δοθείσης της ευκαιρίας, μπορούν ακόμα και να πλουτίσουν. Όλα αυτά έως χτες που η κρίση υπέβοσκε, πριν ακόμα ξεσπάσει σαν κατακλυσμός που θα αφήσει πίσω του, οπόταν κοπάσει, ένα αναδιαμορφωμένο τοπίο, του οποίου την εικόνα κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει καθώς όλα είναι ανοιχτά στο ενδεχόμενο – και ακριβώς αυτό είναι που μας τρομάζει. Σήμερα, με την κρίση σε εξέλιξη να δημιουργεί ένα περιβάλλον αστάθειας, σύγχυσης και πανικού, τις οικονομικές ζημιές να αγγίζουν δυσθεώρητα ύψη την ώρα που οι δείκτες των χρηματιστηρίων κατρακυλάνε συνεχώς στον πάτο και η χρηματιστηριακή κρίση περνάει και στην αποκαλούμενη «πραγματική οικονομία», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όλους μας, χιλιάδες μέχρι χτες «εύποροι» (συνήθως κάτοχοι μετοχών της εταιρίας που εργάζονται ή/και γενικότερα επενδυτές) που είδαν το κεφάλαιό τους να συρρικνώνεται μέχρις εξαφανίσεως ενώ οι εταιρικές καρέκλες τους τρίζουν επικίνδυνα (αν κάθονται ακόμα σε αυτές), σκέφτονται πώς θα διασώσουν ό,τι διασώζεται και πώς θα ξεπεράσουν τον σκόπελο χωρίς να βουλιάξουν. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το τελευταίο πράγμα που θα κάνουν θα είναι να αγοράσουν το υπερτιμημένο συνήθως έργο κάποιου σύγχρονου καλλιτέχνη, πόσο μάλλον κάποιου νέου και μη καταξιωμένου. Η «κρίση εμπιστοσύνης» που πλήττει το οικονομικό σύστημα δύσκολα θα αποκατασταθεί και κάθε αμφιλεγόμενη «αξία» θα υποτιμείται συνεχώς. Εκτός κι αν συμβεί ένα θαύμα, μια νεκρανάσταση που θα εμφυσήσει εκ νέου ζωή στο πτώμα. Τέτοιες ελπίδες όμως μόνον οι πιστοί δικαιούνται να τρέφουν.
Τίποτα από αυτά δεν πρέπει να μας προκαλεί κατάπληξη αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς· υπήρχε εξ αρχής κάτι εγγενώς σάπιο και άρρωστο σε αυτή την αγορά «συμβολικής αξίας» και όλοι το υποψιαζόμασταν ή το ξέραμε. Η τέχνη σαν εμπόρευμα (είτε στη μορφή του έργου τέχνης είτε στην ίδια την ενασχόληση με αυτήν με όρους αγοράς), πραγμοποιημένη και φετιχοποιημένη μορφή αξίας, είναι αναμφίβολα η λογική ενός ετοιμοθάνατου πια μοντέλου. Η κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία στραγγαλίζει έναν ήδη φθισικό που ήξερε να κρύβει καλά την αρρώστια του κάτω από μια παχιά στρώση μακιγιάζ για να μοιάζει ζωντανός και υγιής υπό το φως των προβολέων που τόσο τον έθελγαν. Και παρόλο που δεν τον είχε καταβάλλει ακόμα η ανίατη αρρώστια του πέφτει τώρα, από τους πρώτους λόγω της ανίσχυρης κράσης του, θύμα της κρίσης.
Αν και «από άποψη» φορούσαν ήδη μαύρα, κάτι που είναι αρκετό, κατά έναν παράδοξα ειρωνικό τρόπο, για να τους γλιτώσει από τον κόπο να πρέπει να αλλάξουν ρούχα για την επικείμενη κηδεία, οι διαπρύσιοι κήρυκες της ιδεολογίας της αγοράς και οι ινστρούχτορες τής με κάθε μέσο ανάπτυξης, έως πρότινος λαλίστατοι και αλαζόνες, καταπίνουν τώρα τη γλώσσα τους και αποσύρονται διακριτικά στη σκιά του σαστισμένου και αμήχανου «art crowd» που αποτελούσε το κοινό τους, ψελλίζοντας ακατάληπτες δικαιολογίες. Ευτυχώς για τους ίδιους δεν κινδυνεύουν να πεινάσουν: κατέχουν έτσι κι αλλιώς πολλές επαγγελματικές ιδιότητες και θέσεις ούτως ώστε δύσκολα θα μείνουν άνεργοι ακόμα και σε πιο δύσκολες για τους πολλούς ώρες. Δεν πρέπει να ανησυχούμε καθόλου γι’ αυτούς. Θα τους μείνει αναπόφευκτα μια πίκρα για τις ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες τους και ίσως ένας πληγωμένος εγωισμός που δεν θα τους επιτρέπει να παραδεχτούν την ήττα, όμως δεν ξεχνάμε –αντιθέτως, αυτό ακριβώς είναι που μας κάνει να θυμώνουμε– ότι τα σπασμένα θα τα πληρώσουν εν τέλει άλλοι, και μάλιστα πολύ ακριβά.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση σαρώνει σαν λαίλαπα το έτσι κι αλλιώς σαθρό υπόβαθρο μιας υπερτιμημένης ιδεολογίας, που κάποιοι δικοί μας εδώ, σε μια απελπισμένη και προφανώς μάταιη κίνηση διάσωσης των «επενδύσεών» τους και του όποιου κύρους τους (η άλλη εξήγηση γι’ αυτή τους την εμμονή σε αποδεδειγμένα εξ αρχής κούφια ιδεολογήματα είναι ότι πρόκειται για καθαρή βλακεία), επιμένουν ακόμα, σε μια ύστατη προσπάθεια, να μας την παρουσιάζουν σαν ψαλμωδία των Χερουβείμ που θα μας συντροφεύει στην προδιαγεγραμμένη πορεία μας από την Κόλαση προς τον Παράδεισο που μας ετοιμάζουν. Μόνο που τώρα η «μουσική» τους ηχεί φάλτσα και όλο και πιο πολλοί από εμάς δεν θέλουμε πια να συνεχίσουμε να την ακούμε. Άλλες μουσικές αρχίζουν να φτάνουν, αχνά προς στιγμήν, στ’ αυτιά μας…
Οι χαλεποί καιροί που πιθανώς έρχονται θα σβήσουν και το τελευταίο ίχνος νομιμοποίησης που απολάμβαναν οι απόψεις των «εκσυγχρονιστών» μάνατζερ της τέχνης, αυτών των ψευδοπροφητών που βαυκαλίζονταν ότι θα κυριαρχήσουν. Η ηγεμονική θέση που φάνηκε να απέκτησαν πρόσκαιρα λόγω των συγκυριών και με την ιδεολογική συγκάλυψη της απύθμενης κενότητας των ρητορειών περί αγοράς και ανάπτυξης που τόσο καιρό μάς τσαμπουνάνε, πολύ δύσκολα θα επανακτηθεί αφού ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Θα πρέπει να βρουν ένα καινούργιο παραμύθι να μας πουν τώρα ή, αν ενδιαφέρθηκαν ποτέ πραγματικά για την τέχνη, θα πρέπει να πάψουν επιτέλους να ασελγούν πάνω στο πτώμα της και να αφήσουν την ψυχή της, αν ποτέ είχε κάτι τέτοιο, να αναπαυτεί εν ειρήνη.

2 σχόλια:

Rec-memberX είπε...

Miranda thought "oh well, why don't I write something!". Excuse for any tendency to surf on word sounds or for spelling faults.


Αυτή η αντιπαράθεση τοποθετείται μέσα σε ένα ανασφαλές κοινωνικό περιβάλλον και ένα περιρρέον πολιτικό κλίμα που οξύνουν την ανάγκη προσέγγισης της πραγματικότητας: παιδεία, ενημέρωση, κοινωνικός διάλογος, συμμετοχή, πρακτικές πολιτικής για τον πολιτισμό, η κοινωνικοποίηση των απλών ανθρώπων... Πάνω από όλα όμως, μέσα στο τρέχον πολιτικό πλαίσιο, το έλλειμα που γίνεται ορατό είναι σε σχέση με την παραγωγή κυβερνητικής δυνατότητας (θεσμική παραγωγή στελεχών διακυβέρνησης με παραδειγματικό ήθος και εξαιρετικές ικανότητες, καθώς και ρεαλιστικές ευκαιρίες αξιοποίησης και ορίζοντα μετεξέλιξης). Αναφέρομαι φυσικά στην κατάσταση των θεσμών.

Έτσι κι αλλιώς -αναφερόμενη πιο συγκεκριμένα στον πολιτισμό και τις υπερδομές της παραγωγικής διαδικασίας, το πρόβλημα με τον Ελληνικό, αλλά και κάθε 'μιμητισμό' όπου κι αν εκδηλώνεται, είναι πως δεν καταφέρνει να αναπαράγει τον επιθυμητό, αυθεντικά νοηματοδοτούντα μηχανισμό. Η απλοϊκή φιλοδοξία των όποιων ανθρώπων μετέχουν δυτικοευρωπαϊκής παιδείας -ενώ φέρουν ελάχιστο πλούτο ηθικής εμπειρίας που να ισοδυναμεί με πολιτική ευφυία- να πραγματώσουν ιδανικά in situ τις εικόνες από τις οποίες διακατέχονται, δεν μπορεί παρά να καταλήγει σε έργα με στεγνό σώμα, με λίγη ψυχή, προϊόντα που παγώνουν τον μέσο άνθρωπο και τον καταστούν όχι κοινωνό πολιτισμού, αλλά μάλλον, τον βάζουν στη θέση του, του επισημαίνουν υποσυνείδητα και άρρητα, την υστέρηση που αποτελεί δική του μοίρα.
Η άσκηση εξουσίας είναι σε αυτή την περίπτωση αυτοσκοπός.

Η συζήτηση στο μπλογκ, φοβάμαι ότι ξεφεύγει διαρκώς προς την μεγάλη κριτική, προς την φιλοσοφία και την διαμάχη ιδεών, ενώ στην ουσία (και όσον με αφορά σαν καλλιτέχνιδα εν εκστάσει -ω, τι ωραία που περνά ο χρόνος- κατατρεγμένη από τον άγγελο μιας ορατής αόρατης ζωής που μου επιφυλάσσει την γνώση του ύστερου και την απόλυτη αποδοχή της ποίησης), στην ουσία, πέρα από τον κακοχωνεμένο άρα υστερόβουλο πραγματισμό που παράγει μικρόψυχες στρατηγικές... τί μένει να ζητάς από τους άλλους, τί άλλο πέρα από τυχαίες ματιές στο δρόμο, δηλαδή την στιγμιαία προσοχή ενός περαστικού άνδρα που απορεί όσο ένας σκύλος για τη μυρουδιά και την κοπή σου, επιβεβαιώνοντας άμεσα την ύπαρξή σου!

Αυτό που δεν αφήνει περιθώρια πραγματικής δημιουργίας (μιας σημαντικής πράξης ο σπόρος της οποίας θα ανθίσει) είναι η ανεπάρκεια των πρωταγωνιστών. Είναι φιλόδοξοι διαχειριστές του πνεύματος; Όχι. Απλά διαχειριστές. Το πνεύμα δεν τους αφορά, γιατί δεν είναι ποσοτικά προσδιορισμένο. Χάνουν έτσι την ουσία και απασχολούνται με υπολογισμούς, αμετροεπή αυτοεκτίμηση, συγχρωτισμό με αυλικούς και εκατοντάρχους, με γελωτοποιούς και ένα συρφετό υπαλλήλων. Η θεία ειρωνία, δεν κατοικεί πλέον εδώ.

Το ποιόν τους το υπαγορεύουν και οι περιστάσεις. Ο ζεστός πυρήνας των πραγμάτων έχει έτσι κι αλλιώς μετακινηθεί προ πολλού. Κάτι ψήνεται μέσα στις τεχνητές μνήμες, μέσα στα τρισδιάστατα μοντέλα και αντανακλά τον τρίτο κόσμο, τις καταστροφές, τις εκρήξεις, κάτι γεννιέται πέρα από τον άνθρωπο, σιγά σιγά...

Όμως στον παλιό κόσμο των ανθρώπων με λογής-λογής κοστούμια και μεγάλο ΕΓΩ που εμψυχώνεται εντασσόμενο στην παραγωγή... το λίγο ντύνεται σπουδαίο. Το μικρό μέγεθος αντικατοπτρίζεται αντίστροφα στο μέγεθος των υλικο-οργανωτικών κατασκευασμάτων, όχι στο ηθικό τους και το μορφολογικό -ας μην παρεξηγείται το ηθικό στοιχείο, είναι όπως χρησιμοποιείται εδώ, το μέτρο της συνολικής αντίληψης, ο δείκτης μιας ευφυίας που συνεκτιμά το ίδιον καλό και το συμφέρον του άλλου και όλους τους αστάθμητους παράγοντες μιας ρέουσας ολότητας- αλλά στο χωρικό εκτόπισμα. Συγκεντρωτισμός, απίστευτος οίστρος δόμησης του κανόνα και του ανταλλακτικού παραδείγματος που θα ορίζει τις συναλλαγές, διαδικασίες διαχείρισης ανθρώπων και αξιών με μια λογική αγοράς που δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν η ίδια η αγορά είναι μια ευσεβής υπόθεση και όχι μια πραγματικότητα.

Αλήθεια, ποιές είναι οι διαστάσεις της αγοράς; The dimensions of a plausible market space... Αξίζει να αναρωτιόμαστε πλέον, καθώς πέρα από αυτές τις διαστάσεις αναπτύσσεται η λεγόμενη φούσκα. Ερώτημα που θα έπρεπε να αποτελεί δείκτη σχεδιασμού και πρακτικό μέλημα.

Τέλος πάντων. Νομίζω ότι καλά θα ήταν να δούμε το θέμα αρχιτεκτονικά. Ας το δούμε μάλλον σαν ζήτημα χωροθεσίας, πολιτικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας και αποτύπωσης αυτής της ανάπτυξης στον χώρο.
Ο φιλελευθερισμός δεν είναι το πρόβλημα στην Ελλάδα, στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλές ελπίδες να αντιληφθούμε αυτόν τον τρόπο σκέψης.
Το ζήτημα με την Ελλάδα είναι η άρχουσα τάξη, η ανύπαρκτη άρχουσα τάξη. Δίχως διαδικασίες παραγωγής μιας διοικητικής ελίτ που να έχει πάνω από όλα κάποιο ήθος, κάποια συνέπεια και ένα 'souci de soi', μια διάθεση αριστείας! ένα δεδομένο κοινωνικό κατεστημένο που να παράγει θεωρία! κάτι από το οποίο να ξεκινήσουμε να αποκτούμε δυνατότητες ανάπτυξης μιας κριτικής της εξουσίας... Αν δεν υπάρχει αυτό το ελάχιστο μιας δυτικής δημοκρατίας με ισχυρούς θεσμούς, ότι και να λέμε αποτελεί αντίλαλο κάποιας άλλης κοινωνίας, κάποιας άλλης θεωρίας, κάποιας άλλης αλήθειας.

Επιμένω. Ας δούμε το θέμα σε σχέση με τον χώρο και την ανάπτυξη των ελπίδων, επιθυμιών, φιλοδοξιών μας μέσα σε αυτόν: πού τοποθετούμε τι και με ποιά οικονομική και αξιακή συγκέντρωση...
Αν είναι να συγκροτηθεί μια συνεπής ταυτότητα της πολιτικής ιδιότητας, αυτό θα πρέπει να έρθει και μέσα από διάχυση της ευθύνης. Δεν μπορεί ο χειραγωγούμενος ελλιπής πολίτης, ο δίχως πρόσβαση στα προαπαιτούμενα δικαιώματα μιας ευνομούμενης δημοκρατίας, να ενοχοποιείται για την αφέλειά του, (για την αποχή του από εκθέσεις), για την αδιαφορία του. Η αδιαφορία είναι η μόνη υγιής αντίδραση σε ένα περιβάλλον ψυχρής χειραγώγησης.

Με το δίκιο του λοιπόν ο 'αγέννητος' πολίτης αποσύρεται στην κρυψώνα του σαν το αγρίμι και ακόμη κι αν κάποιες φορές (που το δόλωμα είναι μεγάλο και μυρίζει και καλεί με ένταση χρώματος και αισθητικό παφλασμό) ξεμυτίζει και πλησιάζει στο λούνα παρκ του κυρίου Ζενάκου ή στο Μολ Αμαρουσίου... τελικά, και πάλι χάνεται, κοιμάται, απομονώνεται και επιστρέφει στο γνώριμό του αστικό κενό μιας οποιασδήποτε κουζίνας οποιασδήποτε πολυκατοικίας και ξαποσταίνει εκεί μέσα φουμάροντας, να βλέπει ένα γνώριμο αδιέξοδο, τίμιο και βουβό.

Rec-memberX είπε...

xmm, sto "οδηγώντας με σβηστά φώτα στο σκοτάδι" ήθελα να το βάλω αυτό το σχόλιο. Από τον πολύ οίστρο το ανέβασα κάτω από τις μαύρες πλερέζες.