Του Φώτη Τερζάκη
Δύο και πλέον αιώνες μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τρεις μετά την Ένδοξη Αγγλική, η ρητορεία των «δικαιωμάτων» εξακολουθεί να πρυτανεύει στον δημόσιο λόγο. Και μάλιστα σήμερα, παρατηρεί κανείς, έχει φτάσει στο παροξυστικό της κορύφωμα. Συνδικαλιστικά δικαιώματα, εκλογικά δικαιώματα, δικαιώματα του καταναλωτή, περιβαλλοντικά δικαιώματα και δικαιώματα στην επικερδή αξιοποίηση του περιβάλλοντος, δικαιώματα των εθνών στην αυτοδιάθεση και δικαιώματα άλλων στην αυτοάμυνα, δικαιώματα στη σεξουαλική διαφορά, δικαιώματα των μειονοτήτων, δικαιώματα των μουσουλμανίδων στη Δύση να φοράνε μαντήλα και δικαιώματα της πλειοψηφίας να προστατεύει την πολιτισμική της ταυτότητα: κάθε αίτημα, κάθε ανθρώπινη ανάγκη ή απλώς επιθυμία μεταφράζεται στη νομικοπολιτική γλώσσα των δικαιωμάτων, λες και έτσι μπορεί να ποριστεί μεγαλύτερο κύρος ή αξιώσεις ισχύος. Η φιλελεύθερη κοσμοαντίληψη βασιλεύει αδιαμφισβήτη κάτω από την «πολιτικώς ορθή» οπτική της πολυπολιτισμικότητας και των έννομων δικαιωμάτων.
Ποιος εγγυάται όμως αυτά τα «δικαιώματα»; Η έννοια των δικαιωμάτων είναι κενή χωρίς μία εξουσία η οποία τα θεσμοθετεί κι εν συνεχεία τα εγγυάται και τα προστατεύει. Και η εξουσία αυτή είναι το αστικό κράτος. Η έννοια των πολιτικών και/ή ανθρώπινων δικαιωμάτων ήταν η θεμελιωτική κατασκευή των νεωτερικών πολιτικών φιλοσοφιών από τον δέκατο έβδομο αιώνα και ύστερα, των λεγόμενων θεωριών του φυσικού δικαίου, που σχεδιάστηκαν για να νομιμοποιήσουν τα νέα πολιτικά μορφώματα στην Ευρώπη. Το ερώτημα ήταν ποια θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να προστατεύει ένα κράτος για να θεωρείται νόμιμο, και η εκτενέστερη απάντηση δόθηκε από τον Τζων Λοκ: το δικαίωμα της ζωής, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Η ιστορική πραγματικότητα του αστικού κράτους δείχνει ωστόσο ότι το μόνο θεμελιώδες δικαίωμα είναι αυτό της ιδιοκτησίας· ήδη στον Λοκ η πολιτική ιδιότητα και τα προνόμια που απορρέουν από αυτήν συνδέεται καταστατικά με την έννομη κατοχή ιδιοκτησίας, πράγμα που συνιστά αυστηρή προϋπόθεση για τη δημόσια έκφραση και καθορίζει ακόμα και την αξία της ατομικής ζωής. Στις σημερινές κοινωνίες αυτός που δεν διαθέτει έστω στοιχειώδη ιδιοκτησία υπόκειται περίπου στο καθεστώς του ζώου: σκεφτείτε τι έννοια έχει ο όρος «δικαιώματα» στην περίπτωση ενός σύγχρονου αστέγου, ή στην περίπτωση των λιμοκτονούντων πληθυσμών στο μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου.
Τα «δικαιώματα» είναι, με άλλα λόγια, ένα απλό συνώνυμο της πολιτικής ιδιότητας, και αυτή η τελευταία απονέμεται από το κράτος σύμφωνα με κριτήρια που το ίδιο το κράτος ορίζει· δηλαδή, οι κυρίαρχες τάξεις που μέσ’ από τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού διαιωνίζουν τα προνόμια και την ισχύ τους. Οι θεωρίες του φυσικού δικαίου προσπάθησαν να εξωραΐσουν το γεγονός επεκτείνοντας θεωρητικά την έννοια σε μια υποτιθέμενα προ-πολιτική, δηλαδή φυσική κατάσταση του ανθρώπου: υποτίθεται ότι και μόνο δυνάμει της ανθρώπινης ιδιότητάς του ένα πρόσωπο είναι φορέας αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων, πράγμα που βρήκε την εμβληματική του διατύπωση στη γαλλική διακήρυξη των «δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη». Αυτό το αθώο «και» είναι όμως η πιο τρομερή συγκάλυψη του σχίσματος που από την πρώτη στιγμή κρυβόταν ανάμεσα στις ιδιότητες του «ανθρώπου» και του «πολίτη». Το ότι μόνον ως πολίτης συμμετέχει κάποιος νομίμως στην ανθρώπινη ιδιότητα μπορεί να φανεί από αναρίθμητα παραδείγματα, το πιο εύγλωττο είναι όμως αυτό των σύγχρονων μεταναστών: χωρίς ιθαγένεια σημαίνει χωρίς όνομα, και χωρίς όνομα σημαίνει χωρίς δικαιοδοσία και χωρίς μοίρα – εγκλωβισμένος σ’ εκείνη την κατάσταση ακραίας εξαίρεσης, της ζοφερή no man’s land όπου οτιδήποτε μπορεί να σου συμβεί χωρίς περιορισμό και χωρίς έλεγχο από κανέναν.
Η διεκδίκηση «δικαιωμάτων» στις σύγχρονες φιλελεύθερες ολιγαρχίες της Δύσης είναι λοιπόν ένα άλλο όνομα για τον ανταγωνισμό μεταξύ κοινωνικών ομάδων για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και την κατοχύρωση κεκτημένων προνομίων ή την εδραίωση νέων. Μια τέτοια διατύπωση δεν θέλει βεβαίως ν’ απαξιώσει ούτε τους αγώνες των μειονοτικών κινημάτων ούτε το όντως σημαντικό και από πολλές απόψεις συγκινητικό έργο των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε ολόκληρο τον κόσμο· θέλει μόνο να υποδείξει ότι αν όντως καθοδηγούνται από την αξία μιας οικουμενικά ανθρώπινης ισότητας και αυτοδιάθεσης, τότε το να μιλούν ακόμα τη γλώσσα των δικαιωμάτων σημαίνει να παίζουν με σημαδεμένη τράπουλα ενάντια στον εαυτό τους. Διότι η γλώσσα των «δικαιωμάτων» είναι η νομικοπολιτική γλώσσα του αστικού κράτους, που παραμένει ένας μηχανισμός ανακατανομής κολοσσιαίων διακρίσεων και ανισοτήτων στον σύγχρονο κόσμο. Ίσως θα πρέπει να επαναφέρουμε στη συζήτηση την κάπως ξεχασμένη σήμερα έννοια των αναγκών, που οι άμεσα υλικές της συνδηλώσεις ανθίστανται στο ψεύδος της νομικής αφαίρεσης και, ως εκ τούτου, είναι καλύτερα συμβατή με την πανανθρώπινη προσπάθεια για την ανατροπή των ανισοτήτων πλούτου και ισχύος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου