[Μία απάντηση στον Αυγουστίνο Ζενάκο]
- Ερνστ Φίσερ
Δεν αναμένουμε κάτι άλλο από αυτή την ιδεολογία και τους πάσης φύσης διακόνους και υμνητές της. Θα έλεγα όμως ότι με αυτόν τον τρόπο ο Α.Ζ. απαξιώνει εκ των προτέρων ως αδύνατη «[…] την περίπτωση ενός καλλιτέχνη, ή οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, που επιθυμεί μεν να έχει δημόσιο κριτικό λόγο, ωστόσο έξω και πέρα από το πλαίσιο το οποίο θέτει το παγιωμένο θεσμικό σύστημα της εποχής του» (Νίκος Δασκαλοθανάσης, Ο καλλιτέχνης ως ιστορικό υποκείμενο από τον 19ο στον 21ο αιώνα, Άγρα, Αθήνα 2004, σ. 292). Με αυτόν τον τρόπο, ο Α. Ζ. μας λέει ότι η μοναδική δυνατότητα που έχει κάποιος σήμερα να αρθρώσει λόγο (εικαστικό, θεωρητικό ή όποιον άλλο) είναι μόνο στο πλαίσιο της αγοράς και της καπιταλιστικής οικονομίας – ακόμα κι όταν πρόθεσή του είναι να αμφισβητήσει το υπάρχον σύστημα. Αν μια τέτοια ανάλυση είναι ορθή, κάθε προσπάθεια αντίστασης και κάθε μορφή κοινωνικού ανταγωνισμού πρέπει από τώρα κιόλας να τεθεί υπό αναίρεση, να θεωρηθεί μάταιη και, προπάντων, ανόητη (αν όχι αφελής). Πόσο βολικό θα ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο! Οι τάξεις των κυρίαρχων και των αφεντικών θα πέταγαν τη σκούφια τους από τη χαρά τους. Το αίμα και οι θυσίες εκατομμυρίων ανθρώπων που «πίστεψαν» σε μια άλλη κοινωνία θα αποδεικνύονταν, αναδρομικά, μια μεγάλη φαντασίωση, μια χίμαιρα, μια (ναι!) ματαιοπονία. Τι κρίμα γι’ αυτούς...
Θέτοντας ένα τέτοιο ψευδοδίλλημα, απομακρύνεσαι από την ουσία του ζητήματος, πώς παράγεται δηλαδή η αξία του έργου τέχνης μέσα από την κοινωνική του «σκοπιμότητα» και μέσω των εκάστοτε θεσμοθετημένων διαδικασιών αξιολόγησης και διακίνησής του, και προσδίδεις λάθος σημασία σε ένα ζήτημα που αφορά περισσότερο την κοινωνική κριτική παρά την κοινωνική πραγματικότητα. Ο ρακένδυτος καλλιτέχνης είναι μια φιγούρα στο άλμπουμ των κοινωνικών χαρακτήρων, και σε μια πιο προσεκτική παρατήρηση μοιάζει, ανατριχιαστικά ίσως, με τον βιομήχανο με τη χοντρή κοιλιά, το πούρο, το χρυσό ρολόι και τη ρεντίγκοτα.
Πράγματι, ο καλλιτέχνης, σε ένα δεδομένο οικονομικό-πολιτικό-κοινωνικό σύστημα πήρε τη θέση του στο συλλογικό φαντασιακό –αλλά και αυτό-προσδιορίστηκε–, σύμφωνα με την ορισμένη λειτουργία που η κοινωνία του απέδωσε και την εικόνα που έπλασε γι’ αυτόν σε σχέση με τη θέση που θεωρούσε ότι κατείχε εντός της αυτός και το έργο του, όπως την υποδείκνυαν οι πράξεις, τα έργα, του ίδιου του καλλιτέχνη – ήταν δηλαδή λίγο πολύ «εκείνος που δεν συμβιβάζεται», εκείνος ο ευαίσθητος «μεταφραστής» μιας πραγματικά ανιδιοτελούς σχέσης με τα πράγματα και τον κόσμο. Κατά την εποχή της κυριαρχίας του, αυτός ο μύθος ήταν θεμελιώδης ως ένα είδος κοινωνικής «κριτικής» που αντιπαρέθετε την καταστροφική «δημιουργικότητα» του βιομήχανου (χυδαίο/ύλη/φαινομενικός κόσμος) με την «ευγενή» δημιουργικότητα του καλλιτέχνη (υψηλό/πνεύμα/ιδέα). Ενόσω η μεταφυσική, αν και σοβαρά τραυματισμένη, κατάφερνε να στέκεται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ακόμα στα πόδια της, μια τέτοια κριτική ήθελε να υπερασπιστεί τις προδομένες αστικές αξίες από την ίδια την πραγματικότητα που διαμόρφωνε η αστική πρακτική, η οποία κάθε άλλο παρά τις λάμβανε υπόψη της. Έβρισκε έτσι έναν ανώδυνο για τις πραγματικές έγνοιές της (βλ. κέρδος) τρόπο να διασώσει το καθολικό και το σπουδαίο που διακήρυσσε αλλά δεν μπορούσε (και μάλλον δεν ήθελε) να υλοποιήσει στην πράξη. Η θεϊκή πνοή, που διατείνονταν ότι συνεγείρει τον «πολιτισμένο» άνθρωπο, βρισκόταν, δυστυχώς, σε αγαστή συνύπαρξη με τη δαιμονικής έμπνευσης εξόντωση των βιομηχανικών σκλάβων.
Όμως, όπως κάθε ιδεολογική κατασκευή, αυτή η αντίληψη για τον καλλιτέχνη, άλλαξε, αντικατοπτρίζοντας τις νέες κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώθηκαν με τη ραγδαία εξάπλωση του καπιταλισμού και την απόλυτη κυριαρχία της «ελεύθερης» αγοράς. Η ολοκληρωτική ήττα κάθε εναλλακτικής πολιτικής πρότασης και η αχαλίνωτη καταστροφικότητα με την οποία εισέβαλε σε κάθε πτυχή των κοινωνικών σχέσεων ο καπιταλισμός, διαμόρφωσε στο συλλογικό φαντασιακό το νέο μύθο, αυτόν της επιτυχίας ως «σωτηρίας». Σήμερα, στη θέα ενός ρακένδυτου καλλιτέχνη το πιθανότερο είναι να υποθέσουμε ότι, όπως άλλωστε κάθε ρακένδυτος, είναι είτε πράγματι φτωχός (άρα αποτυχημένος) είτε ντυμένος σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας, φορώντας επώνυμα κουρέλια που στοιχίζουν πανάκριβα.
2. Ο απολεσθείς Παράδεισος. Με αξιοθαύμαστο πραγματικά ζήλο, ο Α. Ζ. στηλιτεύει την καθαρά συντηρητική μεμψιμοιρία περί «παρακμής» του πολιτισμού και εκπεσμού των αξιών, που υποφώσκει, κατά τη γνώμη του, σε κάθε κριτική που αμφισβητεί τη νομιμοποίηση του υπάρχοντος συστήματος να παρουσιάζεται ως μοναδική επιλογή. Σε κάθε τέτοια κριτική, ο Α. Ζ. ακούει τον «θρήνο» για την απώλεια της πάλαι πότε αγνότητας, κι εν τέλει για την απώλεια του Παραδείσου, οπότε αναπόφευκτα τη συνδέει με το θεό, τη θρησκεία και την πίστη. Υπονοεί έτσι (όταν δεν το λέει ευθέως), ότι η κριτική αυτή δεν είναι παρά μια αστήρικτη λογικά συναισθηματική εκδήλωση (για την ακρίβεια, «ψυχολογική αντίδραση», όπως ισχυρίζεται), άρα στερείται κάθε αξιοπιστίας και εγκυρότητας και δεν αξίζει καν την προσοχή μας – μια τέτοια κριτική είναι, με τα δικά του λόγια, απλώς «σαθρή», στερείται βάσης. Αυτό θα ήταν αλήθεια, αν δεχόμασταν αξιωματικά ότι κάθε τέτοια κριτική έχει τον ίδιο σκοπό με κάθε άλλη του είδους της, και παραδεχόμασταν ότι δεν διαθέτουμε κανέναν ασφαλή τρόπο ώστε να είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε τις αξίες και το διακύβευμα, δηλαδή με ποιον σκοπό αξίζει τον κόπο να δράσουμε.
Όντως, υπάρχει μια τέτοια κριτική που μιλάει τη γλώσσα που εξυπηρετεί τους συντηρητικούς, τους εθνικιστές, τους ρατσιστές, τους φασίστες και τους κάθε είδους «θεόπεμπτους» ηθικολόγους. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Νίτσε, ο Μπένγιαμιν, ο Φρόιντ, οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο, για να αναφέρουμε μερικούς, αλλά και πλείστοι άλλοι διανοητές που είχαν μια παρόμοια αλλά, παρόλα αυτά, ολωσδιόλου διαφορετική προσέγγιση, δεν μπορούν να ταυτιστούν π.χ. με τον Σπέγκλερ (βλ. Η παρακμή του Δυτικού πολιτισμού) και τον εθνικισμό, που στηλιτεύει την υποτιθέμενη παρακμή για να παρουσιαστεί ως ο μόνος εγγυητής για την παλινόρθωση του κλέους της φυλής και του έθνους. Άλλωστε, ανάλογη ρητορική χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν οι οπαδοί κάθε παλινόρθωσης, είτε επρόκειτο για τον βασιλιά είτε για την άρχουσα τάξη. Θα ήταν γελοίο λοιπόν, και μάλλον ανόητο, να κατηγορούνται ότι θρηνούν για την απώλεια ενός ιδανικού παρελθόντος εκείνοι που οραματίζονται ένα μέλλον που ακόμα δεν έχει πραγματοποιηθεί. Δεν είναι το παρελθόν, αλλά οι χαμένες ελπίδες του παρελθόντος αυτό που αξίζει να διασώσουμε, όπως είπαν οι Χορκχάιμερ - Αντόρνο, θεωρώντας ότι η ανάγκη για την απελευθέρωση από την εκμετάλλευση και την κυριαρχία έχει «επείγοντα» χαρακτήρα, ότι είναι, με άλλα λόγια, επιτακτική. Μια ματιά στον κόσμο γύρω μας αρκεί, νομίζω, για να συμφωνήσουμε μαζί τους.
Η Χάνα Άρεντ έγραψε ότι «τα ανθρώπινα όντα [πρέπει] να είναι ικανά να ξεχωρίζουν το δίκαιο από το άδικο, ακόμη κι αν το μόνο πράγμα που διαθέτουν για να τους καθοδηγήσει είναι η προσωπική τους κρίση, η οποία μάλιστα, μπορεί να αντιφάσκει πλήρως με αυτό στο οποίο συμφωνούν όλοι όσοι βρίσκονται γύρω τους». Δεν εννοούσε φυσικά ότι υπάρχουν παγιωμένες, μεταφυσικές ηθικές κατηγορίες στις οποίες οφείλουμε να συμμορφωθούμε αν θέλουμε να είμαστε «καλοί». Μάλλον εννοούσε ότι η ηθική είναι συνυφασμένη με την ίδια μας την υπόσταση ως κοινωνικά όντα, τελείως εμπειρικά, χωρίς να απαιτεί την παρεμβολή κάποιας θεωρίας ή δόγματος για να εκφραστεί.
Όμως, απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε αυτή η έννοια της ηθικής προκαλεί μάλλον ναυτία σε ορισμένους. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Είναι ένα σύμπτωμα της γνωστής μεταμοντέρνας ασθένειας του κυνικού σχετικισμού, που δεν αποδέχεται καμία αξία, καμία έννοια της αλήθειας (εκτός φυσικά από εκείνη της αγοράς, της μόνης πραγματικής πραγματικότητας). Δεν μας εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Α. Ζ. μπερδεύει την ηθική με την ηθικολογία, σφάλμα που συχνά κάνουν οι πραγματικοί ηθικολόγοι, οι οποίοι ανάγουν την ηθική σε ένα σύστημα κανονιστικών αποφάνσεων για το πώς πρέπει να ζει και να συμπεριφέρεται κανείς. Πρόκειται για μια καθαρά εργαλειακή αντίληψη της ηθικής, την οποία πράγματι εισήγαγε ο Ιουδαιο-Χριστιανισμός. Ο Νίτσε πολέμησε ξεκάθαρα ενάντια στην εργαλειακή ηθική ως μια συνωμοσία των αδύναμων έναντι των ισχυρών, οι οποίοι καθοδηγούνται και δικαιώνονται από μια μη-ηθική που απορρέει από τη «φυσική» θέληση για δύναμη.
Όμως, η ηθική δεν είναι κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι για κάποιον που σκέφτεται με μαρξιστικούς (και όχι μόνο) όρους. Η άστοχη αναφορά (με νιτσεϊκή επίγευση) στη χριστιανική ηθική, και στην πίστη (με τη θρησκευτική έννοια) είναι ένα κλασικό στρατήγημα των νεοφιλελεύθερων στην επιδίωξή τους να αποδυναμώσουν, καταγγέλλοντας ως δήθεν «αναχρονιστική», «ανορθολογική», «μεταφυσική», «σωτηριολογική», κάθε θέση που, κατά τη γνώμη τους, προσπαθεί να υποστηρίξει αξίες και έννοιες οι οποίες δεν είναι συμβατές με την «απελευθερωτική» δυναμική που στηρίζει την ηγεμονία της αγοράς.
Άρα, είναι άστοχο και άνευ νοήματος να θέτουμε ένα ψευδοηθικό δίλλημα εκεί που δεν υπάρχει. Ότι δηλαδή, τάχαμου, κάποιοι ισχυρίζονται ότι η τέχνη «που περιέχει μια κριτική για την ίδια την υπόστασή της» δεν μπορεί παρά να βρίσκεται «εκτός αγοράς». Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν τουλάχιστον ανόητος. Θα παράβλεπε το λογικό ολίσθημα που εμπεριέχει. Το πλαίσιο, μέσα στο οποίο δημιουργείται και διακινείται η τέχνη, ορίζει και την υπόστασή της, την κοινωνική λειτουργία που της αποδίδεται, άρα και τα όρια και τη φύση της κριτικής που μπορεί να ασκήσει «στην ίδια την υπόστασή της». Το έργο του Χιρστ, που χρησιμοποιείται ως παράδειγμα έργου που «περιέχει ακριβώς μια τέτοια κριτική», μπορεί πράγματι να ιδωθεί (μάλλον με ειδικά γυαλιά…) ως μια κριτική στην σπατάλη και στον άσκοπο πλούτο σε σχέση με τη θνητότητα και το πεπερασμένο. Αλλά τι είδους κριτική μπορεί να είναι αυτή που πουλιέται για 100 εκατομμύρια δολάρια; Πώς ακριβώς το δολάριο ασκεί κριτική στο δολάριο; Να ένα εύλογο ερώτημα που σίγουρα απαιτεί θεϊκή έμπνευση για να απαντηθεί.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι η οικονομία είναι ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπινης κοινωνίας, είτε πρόκειται για τους ιθαγενείς του Αμαζονίου είτε για τους βοσκούς του Ψηλορείτη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μια έμφυτη ανθρώπινη ικανότητα αλλά ότι πρόκειται, μάλλον, για μια αναγκαία κοινωνική συνθήκη, την οργανωμένη εκείνη δραστηριότητα που εξασφαλίζει (πρωτίστως) την επιβίωση.
Η αγορά είναι μια διακριτή λειτουργία της οικονομίας και, αν και έχει αρχαιότατες και διαπολιτισμικές καταβολές ώστε μπορούμε να τη δούμε σα μια ανθρώπινη δραστηριότητα που υπαγορεύεται, εκτός των πρακτικών λόγων, και από την ίδια την ικανότητα της γλωσσικής διανθρώπινης επαφής, ποτέ στην ιστορία του ανθρώπινου είδους δεν διαδραμάτισε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζει σήμερα.
Καθώς εδώ μιλάμε για μια συγκεκριμένη οικονομία και όχι για την Οικονομία αόριστα, και αυτή η οικονομία είναι η καπιταλιστική οικονομία, ένας δηλαδή ιστορικά συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής, μάλλον θα συμφωνήσουμε ότι πρέπει να εξετάσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Η καπιταλιστική οικονομία δεν υπάρχει χωρίς την αγορά. Γνωρίζουμε όλοι ότι η αγορά είναι η πεμπτουσία αυτού του συστήματος –σε αυτή δικαιώνεται η «ελεύθερη» βούληση του «ελεύθερου» υποκειμένου, του δρώντος αστού πολίτη–, η μεταφορά που έχει απορροφήσει εντός της κάθε νόημα και κάθε σχέση. Κι η αγορά είναι κυρίως ο τόπος του μη-όντος, της αφαίρεσης, της πραγμοποίησης και του θανάτου. Με το εμπόρευμα, το απόλυτο φετίχ, να διαδραματίζει ηγεμονικό ρόλο και να ορίζει τη μορφή και το ύφος των ανθρώπινων σχέσεων.
Πρέπει να είναι μάλλον αφελής όποιος υποστηρίζει ότι η αγορά είναι το «απόλυτο κακό». Δεν είναι καθόλου αφελής όμως εκείνος που «καταλήγ[ει] στο συμπέρασμα», όπως λέει και ο Julian Stallabrass, «ότι τα πιο διαδεδομένα έργα τέχνης είναι εκείνα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, και ενισχύουν την ανάσχεση των εμποδίων του εμπορίου, τις τοπικές ενώσεις και τις πολιτιστικές προσκολλήσεις σε μία διαρκή διαδικασία υβριδιοποίησης. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αν και υπάρχει έντονη αντίθεση μεταξύ της αυτοαντίληψης του κόσμου της σύγχρονης τέχνης και της πραγματικής του λειτουργίας». Έτσι, μπορούμε τώρα να δούμε την ουσία του ζητήματος. Ο κόσμος της τέχνης έχει ανάγκη να αποκτήσει το δικό του ζωτικό χώρο αναπαραγωγής και ανάπτυξης και είναι διατεθειμένος να κάνει ό,τι χρειάζεται γι’ αυτό. Η αγορά υπόσχεται πολλά, ζητάει όμως ακόμα περισσότερα.
6. Εντός / εκτός. Ο Μαρξ έλεγε ότι κάθε ιστορική φάση, για να ανατραπεί από μία άλλη, πρέπει να φτάσει στα όρια των εγγενών δυνατοτήτων της, ώσπου η πίεση που ασκείται πάνω σε αυτή τη συγκεκριμένη μορφή από ένα περιεχόμενο, που δεν μπορεί πλέον να εκφραστεί μέσω αυτής, να της προσδώσει μια νέα μορφή η οποία να μπορεί να εκφράσει την τωρινή κατάστασή του (οι παραγωγικές δυνάμεις ανατρέπουν και αναπροσδιορίζουν τις παραγωγικές σχέσεις). Μια τέτοια αλλαγή συνεπάγεται τη ριζική αλλαγή όλων των σχέσεων που αναπτύσσονται εντός της και είναι πάντοτε διαλεκτική, με την έννοια ότι διαμορφώνεται σε σχέση με το ήδη υπάρχον και τις εγγενείς του δυνατότητες. Η εξωτερικότητα λοιπόν υπάρχει πάντα εν δυνάμει. Είναι πάντα μέσα στο ήδη υπάρχον, σε αυτό που ο Α. Ζ. αποκαλεί «πραγματικό και βιωμένο», ως η δυνατότητα ανατροπής του.
Πέρα από αυτό, όμως, ο άνθρωπος διαθέτει τη μοναδική ικανότητα να αναστοχάζεται την ίδια του την ύπαρξη, τις πράξεις του και τις επιθυμίες του. Το ανθρώπινο πνεύμα (πάντα ως ιδιότητα μιας σωματικής ύπαρξης και όχι ως μια αφηρημένη ετερόνομη «ουσία») έχει την ικανότητα εποπτείας πέρα και πάνω από τον καταναγκασμό της χρείας και μπορεί να συλλαμβάνει, ατελώς και εν μέρει έστω, τις αντανακλάσεις της πραγματικής ελευθερίας –που δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η δυνατότητα αυτοεκπλήρωσης για τον καθένα σ’ έναν ειρηνευμένο και δίκαιο κόσμο– και να προσαρμόζει τη δράση του για την επίτευξή της. Λέμε ότι ο άνθρωπος έχει αυτή την ικανότητα, όχι απαραίτητα και τη θέληση, αφού για να επιτύχει την απελευθέρωσή του θα πρέπει πρωτίστως να αντιληφθεί ότι αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι τις συνθήκες παραγωγής του ίδιου τού υλικού του βίου και όχι απλώς τις ιδέες του.
Είναι προφανές πως στ’ αυτιά των «αντικειμενικών παρατηρητών», των «ρεαλιστών» και των «διαχειριστών» της εκάστοτε πραγματικότητας, αυτά ηχούν ως «ρομαντικές αφέλειες», στην καλύτερη περίπτωση, ή ως «σωτηριολογικές αερολογίες», σε μια πιο κυνική εκτίμηση. Γιατί να μη δούμε μια, θεολογικής επιρροής, μεταφυσική επιχειρηματολογία σε κάθε κριτική που γίνεται στο όνομα ενός πιο δίκαιου κόσμου; Γιατί να μην ταυτίσουμε, όπως λογικά κάνουν οι περισσότεροι, κάθε συζήτηση που φέρνει στο τραπέζι την επιτακτική ανάγκη να πραγματωθούν οι δυνατότητες, με μια μεταμφίεση της υπεσχημένης στους Χριστιανούς (και όχι μόνο) σωτηρίας; Γιατί να μην προσλάβουμε κατά γράμμα τη λέξη ου-τοπία και να ξεμπερδεύουμε μια και καλή μαζί της, αλλά και με όλους αυτούς που τη λιβανίζουν και κηρύττουν εξ ονόματός της, προσδοκώντας την έλευσή της; Δεν μοιάζουν όλα αυτά πολύ θεολογικά; Πολύ μεταφυσικά; Πολύ «εκτός του πραγματικού και του βιωμένου»;
Όμως, αντιτείνω εγώ, πώς μεταμφιέζεις τον θεό στις διατυπώσεις (οι οποίες αντιστοιχούν σε ιδέες, αντιλήψεις και δοξασίες) που προσπαθούν να αποδείξουν, με βιβλικού κύρους αξιωματικές αποφάνσεις, ότι «δεν υπάρχει “έξω” από την αγορά»; Τι είναι άραγε πιο θεολογικό; Να οραματίζεσαι έναν δίκαιο κόσμο ο οποίος θα είναι έργο των ίδιων των ανθρώπων, κόντρα, δηλαδή, σε μια δήθεν θεία βούληση, που τα πάντα εν σοφία εποίησε (ακόμα και τις ατομικές βόμβες…), ή να πιστεύεις ότι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι προγραμμένα άρα, ό,τι είναι είναι και όλα είναι όπως είναι γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να είναι. Μια τέτοια πίστη –γιατί για πίστη πρόκειται– έχει ενδιαφέρον από την άποψη ότι προσπαθεί να εγκλωβίσει στο δικό της αδιέξοδο τις ανθρώπινες δυνατότητες που μπορούν να διαμορφώσουν έλλογα και συνειδητά έναν καλύτερο κόσμο, προβάλλοντας τη θεολογική της τεκμηρίωση ως κριτική.
Θα μπορούσαμε εύλογα να ισχυριστούμε ότι η αγορά είναι απάνθρωπη. Και αυτό δεν χρειάζεται καμιά μεταφυσική πίστη για να το διαπιστώσει κανείς. Αν η αγορά συμπεριλαμβάνει τα πάντα, τα συμπεριλαμβάνει για να τα οικειοποιηθεί, να τα φέρει στην κλίνη του Προκρούστη, όπου όλα θα πάρουν το βολικό μέγεθος και θα γίνουν μετρήσιμα, όχι όμως και ισάξια.
Το θέμα λοιπόν είναι ότι πάρα πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη βιώνουν την πραγματικότητα οδυνηρά. Και είναι πολύ πιθανό αυτό να μη γίνεται επειδή είναι μαζοχιστές και το απολαμβάνουν, αλλά επειδή συμβαίνει να κυριαρχεί ένα παράλογο σύστημα που επιτρέπει σε πολύ λιγότερους ανθρώπους να καρπώνονται τη μερίδα του λέοντος των πόρων και του παραγόμενου πλούτου. Αν δεν αντιληφθούμε ότι η διέξοδος από αυτή την κατάσταση δεν αφορά μια μεταφυσική πίστη σε ένα λυτρωτικό επέκεινα αλλά ότι αφορά στον πραγματικό, εδώ και τώρα αγώνα για μια ριζική αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, των σχέσεων ιδιοκτησίας και των κοινωνικών σχέσεων, δεν πρόκειται να γίνουμε ενεργοί συμμέτοχοι σε αυτόν τον αγώνα. Και τότε κάποιοι θα έχουν δίκιο να νομίζουν ότι η ιστορία των αγώνων, όσα έγιναν στο παρελθόν, όσα γίνονται, αλλά και όσα μέλλει να γίνουν στο όνομα της ανθρώπινης απελευθέρωσης από την εκμετάλλευση και την κυριαρχία, είναι ένα ακόμα κεφάλαιο στην Αγία Γραφή. Ας μην τους κάνουμε τη χάρη.
Μετά απ’ όλα αυτά, φτάσαμε στο δια ταύτα, στο πραγματικό διακύβευμα. Θα μπορούσα να πω ότι διαφωνούμε, ή, ότι, σύμφωνα με την οπτική του Α. Ζ., παίρνουμε απλώς διαφορετικές θέσεις στο ίδιο παιχνίδι. Πράγματι, παίζουμε το ίδιο «παιχνίδι». Είμαστε λειτουργικά παραγωγικοί μέσα του, ο καθένας με τον δικό του τρόπο φυσικά, άρα και συνυπεύθυνοι, μαζί με τους υπόλοιπους, για τη διαμόρφωσή του. Εδώ είναι που γίνεται απαραίτητη η έννοια της ηθικής (και κατ’ επέκταση της πολιτικής). Τι εννοώ;
Στο κείμενο του Α.Ζ. δεν γίνεται καμία αναφορά στον καπιταλισμό, στον ιδιάζων αυτόν τρόπο παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας, λες και πρόκειται για κάτι το φυσικό, μια πάγια έννοια, «άχρονη» και «ανιστορική». Αν πρέπει να ιστορικοποιήσουμε κάτι, αυτό δεν είναι η ηθική (το έκανε πάρα πολύ καλά ο Νίτσε στην Γενεαλογία της Ηθικής), εκείνο που πρέπει να ιστορικοποιήσουμε είναι ο έτερος θεμελιακός μύθος της κυριαρχίας, η δοξασία ότι, αφού τα πράγματα ήταν πάντοτε στραβά πώς είναι δυνατόν να ισιώσουν κάποτε, κι αφού ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ένα βίαιο ζώο που δεν διστάζει να κάνει το κακό προκειμένου να προστατέψει τα συμφέροντά του ή να επιδιώξει την προσωπική του ευημερία (που για κάποιους συνδέεται άμεσα με την ευτυχία) πώς περιμένουμε να αλλάξει και να φερθεί ως έλλογο ον που θα καταλάβει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ πραγματική ελευθερία και ευημερία χωρίς αυτή η προϋπόθεση να είναι κοινή για όλους.
Να πού εντοπίζουμε εμείς την ηθική. Στη συνειδητοποίηση ότι για να είναι κανείς ελεύθερος και να μπορεί να βιώσει τη ζωή του ως αυτοσκοπό, και όχι ως μέσον για μια θέση στον χριστιανικό ή όποιον άλλο παράδεισο, να εκπληρώσει δηλαδή τις δυνατότητές του για μια αληθινά ευτυχισμένη ζωή επιτρέποντας και στους άλλους να κάνουν το ίδιο, πρέπει να συλλάβει την ηθική με έναν υλικό, απτό τρόπο, ως την ιδιάζουσα εκείνη ανθρώπινη ιδιότητα να «ζούμε μαζί», να διαμορφώνουμε τις υλικές συνθήκες που επιτρέπουν στον καθένα να αναπτυχθεί πραγματικά ελεύθερα. Να ζούμε, δηλαδή, ως πολιτικά όντα μέσα στον πραγματικό κόσμο, κι όχι ως άυλα πνεύματα σε μια επουράνια ευτοπία, στην «ελεύθερη» αγορά. Εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, ως δύναμη μεταμόρφωσης της ιστορίας, και όχι στην αγορά και στο εμπόρευμα.
Η προσφυγή στην αγγλοσαξωνικού τύπου χρήση της «κοινής λογικής» (common sense) ως εργαλείο κριτικής μπορεί να είναι μια γόνιμη προσέγγιση όταν προσπαθεί να αποκαλύψει τις ρητορικές πρακτικές ενός λαϊκίστικου πολιτικού (κυρίως) λόγου. Σε αντίθετη περίπτωση, η χρήση της είναι αυτή καθαυτή λαϊκισμός, που αποκρύπτει σκόπιμα το πραγματικό διακύβευμα της συζήτησης, για να κλονίσει δήθεν τα σαθρά θεμέλια της σκέψης που διατυπώνεται με «περίπλοκους όρους». Σε αυτή της τη λαϊκίστικη εκδοχή, η ρητορική αυτή πρακτική, φλερτάρει με το στερεότυπο, το προφανές, αυτό που δεν κλονίζει βολικές «βεβαιότητες». Παρουσιάζει το αντι-θεωρητικό της πρόσωπο, όχι ως κριτική στην αχαλίνωτη φαντασία των διανοούμενων και στην αφαιρετικότητα της σκέψης των, αλλά ως ένα «κλείσιμο του ματιού» στον αναγνώστη, εγκαθιδρύοντας έτσι την απαραίτητη οικειότητα μαζί του, προκειμένου να καταγγείλουν από κοινού την απάτη των «ψυχολογικών αντιδράσεων» οι οποίες μεταμφιέζονται σε («περίπλοκο» πάντα) λόγο. Η κατάληξη μιας τέτοιας «εμπειρικής» επιχειρηματολογίας είναι να υμνεί το προφανές, το «πραγματικό και το βιωμένο», ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτεί μοιρολατρικά τη διαπίστωση ότι ο κόσμος οδεύει ολοταχώς προς την πλήρη καταστροφή του και ότι δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να κάνουμε για να σωθούμε.
Βλ. και την απάντηση του Νίκου Ξυδάκη «Τέχνη εντός-εκτός», που δημοσιεύθηκε στην εφημ. Η Καθημερινή της Κυριακής (11/11/2007).
Και η απάντηση του Α.Ζ., «Πίστη και προπαγάνδα», στον Ν.Ξ.
3 σχόλια:
Το "πραγματικό και το βιωμένο" έχουν να κάνουν πάντα με το υπέρ-πραγματικό αλλά και με το αδύνατο βιώμα. Με το έξω, με την αδύνατη εμπειρία, με την οδύνη αυτής της ανέλπιδης αναμονής. Αυτή η αδυναμία είναι η δύναμη του έργου τέχνης.
H κατάσταση είναι ένα μπάχαλο δυστυχώς. Το ντιστρόι απέδειξε με απόλυτα κυνικό και εκκωφαντικό τρόπο όλα τα κενά στον τρόπο διαχείρισης της σύγχρονης εικαστικής σκηνής. Το ίδιο και το πληρωμένο αφιέρωμα του φλας αρτ. Το ΔΕΣΤΕ έγινε το μονοπώλιο της αγοράς γιαυτό κι ο Ζενάκος έτριξε τα δόντια του προκλητικά δηλώνοντας στο Βήμα πως δεν υπάρχει τέχνη εκτός αγοράς(εκτός αρεσκείας και γλειψίματος στους ΧΥΖ).Το υπουργείο εγκρίνει κι επαυξάνει καθότι χρηματοδοτεί το ντιστρόι ενώ αναβάλλει για 2 χρόνια το Μουσείο σύγχρονης τέχνης που κι αυτό σπεύδει να κάνει έκθεση για τους νέους εναρμονιζόμενο σε μεγάλο βαθμό όπως μαθαίνουμε με την βάρβαρα επιβαλλόμενη «αισθητική» του ΔΕΣΤΕ. Σαν ραγιάς. Το Υπουργείο δεν προωθεί κανέναν καλλιτέχνη στο εξωτερικό μόνο συμμετέχει στην μπιενάλε Βενετίας με επιμελητές συνεργάτες του ΔΕΣΤΕ. Ακόμα κι ευρωπαική γκαλερί ο Ξίπας εκθέτει τώρα σε πρώτη ατομική κάποιο άγνωστο 25χρονο που μυρίζει τρομολαγνεία ντιστρόι. Κάτι παραγκαλερί στο Μοναστηράκι προσπαθούν να κάνουν το ίδιο .Όσοι υποστηρίζουν μια ποιότητα στην τέχνη και καλλιτέχνες άνω των 30 ετών χαρακτηρίζονται συλλήβδην ντεμοντέ, άσχετοι και ξεπερασμένοι. Οι λέξεις Ιστορία, ηθική, αισθητική, πνευματικό, ακερδές, ιδεολογία, πολιτική, αμφισβήτηση του κατεστημένου, παράδοση κλπ είναι απαγορευμένες και γίνονται και αντικείμενο χλεύης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κείμενο Ζενάκου. Ποιο ήταν το μήνυμα του; Εκτός από τα νεφελοσκεπή θεωρήματα, πίσω από τον μπερντέ του Καραγκιόζη υπήρχε ο βρυχηθμός: Όσοι ασχολείστε με τους ρακένδυτους καλλιτέχνες είστε ή αφελείς ή ηλίθιοι χριστιανοί( το τελευταίο ήταν πρόστυχη σπόντα για το κείμενο Ξυδάκη περί μιας έκθεσης διοργάνωσης Κοντοσφύρη που έγινε χωρίς μπάτζετ και είχε τίτλο «Χωρίς λεφτά. Με χαρά»).Το συμπαραδηλούμενο ήταν: Εγώ είμαι ο μάγκας της αγοράς τέχνης και μη μου κολλάτε για τα λεφτά που πήρα γιατί κοιτάξτε πόσα περισσότερα παίρνουν κάτι διευθυντές μουσείων.. Σ’ αυτό το επίπεδο μας έχουν καταντήσει. Κι έρχεται τώρα και το ΔΕΣΤΕ στο φλας αρτ να ρίξει το φιρμάνι του μεγαλοπασά για το ποιος θα προωθηθεί ή όχι στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πως δηλαδή με τις μεταπωλήσεις έργων που θα κάνει το τράστ θα ανεβάσει την χρηματιστηριακή αξία των μετοχών-έργων που έχει ή θα αποκτήσει για να μεταπωλήσει. Έτσι λοιπόν εσείς οι καλλιτέχνες οφείλεται να «συμμορφωθείτε» με το συγκεκριμένο γούστο του πασά και των αυλοκολάκων του που δεν διαφοροποιούνται ρούπι, κι «όλα παν καλά με κοκα κόλα όλα πάνε καλά.» Σας ρωτάω λοιπόν εσείς πως νοιώθετε γι αυτό; Πέρα φυσικά από την προσωπική σας –νόμιμη- φιλοδοξία σαν καλλιτέχνες ή θεωρητικοί;.. Και τι προτείνετε ως λύση; Περιμένω…
όπως ανέφερα και αλλού το άρθρο του Ζενάκου δεν απαντά σε κανένα ερώτημα που τελίκά να έχει σημασία - όπως "η τέχνη της αγοράς - ή έστω η τέχνη των Μ$ - ή η τέχνη του σήμερα - είναι τελικά "καλή" τέχνη? Αξίζει να γίνεται λόγος για αυτή πέρα από τους "επενδυτές" και μια μικρή κλίκα ενδιαφερομένον? Αναφέρεται σε κάτι πέρα από τον ευατό της ως επένδυση?"
Δεν βλέπω κανένα σημείο στο άρθρο του που να μπορεί να πείσει ότι κάτι θα μείνει από όλα αυτά.
Δημοσίευση σχολίου