Γιατί μια αισθητική θεωρία σήμερα;

του Φώτη Τερζάκη

Να επαναπροσδιορίσουμε την αναγκαιότητα μιας αισθητικής θεωρίας σημαίνει να επαναπροσδιορίσουμε, σε κάποιον βαθμό, την αναγκαιότητα και τις θεμιτές μορφές του ίδιου τού φιλοσοφικού αναστοχασμού σήμερα. Διότι η μείζων αισθητική φιλοσοφία, όπως τη γνωρίσαμε από τα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα μέχρι τις αρχές του εικοστού, ήταν αναπόσπαστο μέρος της ευρύτερης προσπάθειας που ανέλαβε η νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία να επανασημασιοδοτήσει τον κόσμο στο φως των νέων αναγκών και επιδιώξεων, στο φως των ιστορικών προταγμάτων του Διαφωτισμού· και η έκλειψη της Αισθητικής στον ορίζοντα του εικοστού αιώνα συνδέεται στενά με την ευρύτερη κρίση της φιλοσοφίας, εν μέρει υπό από την αντεπίθεση του εξειδικευμένου λόγου της τεχνοεπιστήμης που εισέρχεται στο προσκήνιο με νέα αυτοπεποίθηση αξιώνοντας να εκτοπίσει ως παρωχημένο ό,τι δεν έχει τη διπλή επικύρωση του επιστημονικού εργαστηρίου και του επίσημου πανεπιστημιακού θεσμού.

Το πρόγραμμα του παροπλισμού μίας γενικής Αισθητικής υπέρ εξειδικευμένων και τεχνικών θεωρητικών κλάδων των επιμέρους τεχνών ––μουσικολογία, εικαστική κριτική, θεατρολογία, θεωρία της λογοτεχνίας, κοκ.–– είναι θετικιστικό. Εμποδίζει την ολοποίηση της ιστορικής εμπειρίας και την αναστοχαστική σύνδεσή της με οικουμενικούς ανθρώπινους σκοπούς ή αξίες· συσκοτίζει τις σχέσεις που πλέκονται διαρκώς ανάμεσα σε κάθε μεμονωμένο τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας και τη συνολική κίνηση της κοινωνίας, την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την κυριαρχούσα μορφή των παραγωγικών σχέσεων και τις λογικές που διέπουν τη σχέση των μοντέρνων κοινωνιών με τη φύση. Το έσχατο νόημα μιας επιστημονικής ανακάλυψης, για παράδειγμα, όπως ακριβώς και η πλήρης σημασία μιας νέας τεχνοτροπίας, δεν προκύπτουν αποκλειστικά εντός του επιστημονικού ή του καλλιτεχνικού πεδίου αντίστοιχα αλλά από τον συσχετισμό των όσων συμβαίνουν στο εν λόγω πεδίο με την ευρύτερη δέσμη των κοινωνικών πρακτικών. Ο αναστοχασμός αυτής της λεπτής και συχνά αόρατης σχέσης δεν είναι έργο που μπορεί να αναλάβει η ίδια η επιστήμη, όμως, παρά μόνο εφόσον θέσει υπό ερώτησιν τα ίδια τα «επιστημονικά» της εννοιολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία· η τέχνη μοιάζει από τη φύση της πολύ πιο προικισμένη να την συλλάβει και να την αποκρυσταλλώσει σε παραδειγματικές μορφές, ωστόσο οι μορφές αυτές είναι κρυπτικές, απαιτούν δηλαδή και πάλι αποκρυπτογράφηση και ερμηνεία – με μία λέξη, αναστοχασμό. Αυτός ο αναστοχασμός είναι η αρμοδιότητα και το καθήκον εκείνου που εξακολουθούμε να ονομάζουμε φιλοσοφία.

Η καχυποψία, ωστόσο, απέναντι στην παλαιά φιλοσοφική Αισθητική, όπως και στην παραδοσιακή φιλοσοφία εν γένει, έχει με το μέρος της ένα ποσοστό δικαίου που πρέπει να σταθμίσουμε επακριβώς. Μετά την κρίση του φιλοσοφικού συστήματος ––τελευταίο πραγματικό σύστημα ήταν ίσως η φιλοσοφία του Χέγκελ–– αναπτύσσεται ένας κριτικός τύπος του φιλοσοφείν που θέτει στον εαυτό του πολύ πιο συγκεκριμένα καθήκοντα. Με μία έννοια, ανακατανέμονται οι προτεραιότητες μεταξύ του γενικού και του ειδικού. Γίνεται κοινή συνείδηση ότι πρέπει να ξεκινάμε από το ειδικό, το συγκεκριμένο, από τα προσδιορισμένα προβλήματα που μας θέτει η υλικοϊστορική μας ύπαρξη, των οποίων η αντιμετώπιση απαιτεί μια διαρκώς διευρυνόμενη εννοιοποίηση· αυτή η τελευταία όμως δεν πρέπει να χάνει ποτέ από τα μάτια της τον ειδικό και συγκεκριμένο της στόχο. Σε αυτό το φως η παραδοσιακή φιλοσοφία κρίνεται ένοχη μιας υπερβολικής ροπής στο αφηρημένο, ενός υπερβάλλοντος δογματισμού στην τάση της να ζητεί ή να αξιώνει διιστορικώς ισχύουσες «πρώτες αρχές» (ή αμετακίνητους «τελικούς σκοπούς»). Τηρουμένων των αναλογιών, η παραδοσιακή αισθητική πάσχει από ένα ανάλογο πρόβλημα. Έλαβε ως αφετηρία της μιαν αφηρημένη έννοια του ωραίου, ξεχνώντας να αναστοχαστεί την ιδιάζουσα ιστορική εμπειρία που γεννά και καθιερώνει τέτοια κοινωνικά αισθήματα και αξίες, όπως και τη σχέση που κατ’ ανάγκην υφίσταται, μετά την καθιέρωση ενός τέτοιου αισθήματος και μιας τέτοιας αξίας, ανάμεσα στο ίδιο και σε ό,τι χρειάστηκε αυτό να αρνηθεί ––απωθήσει–– προκειμένου να καθιερωθεί ως τέτοιο (εν προκειμένω, το «άσχημο»). Κατά μία έννοια, ο παραδοσιακός αισθητικός στοχασμός στη Δύση αξίωσε μιαν απόλυτη αξία, το ωραίο (στον Πλάτωνα φαίνεται ήδη καθαρά το πρώτο δογματικό βήμα), κι εν συνεχεία εξέτασε την δραστηριότητα που αποκαλούμε τέχνη σαν κιβωτό και ενσάρκωση, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένη κατά περίπτωση, αυτού του στοιχείου. Σήμερα ξέρουμε καλά ότι πρέπει να ξεκινάμε αντίστροφα: η ίδια η τέχνη είναι η δραστηριότητα που κατασκευάζει τα κοινωνικά μας αισθήματα περί ωραίου, τα οποία παρουσιάζουν δραματική ανομοιογένεια από πολιτισμό σε πολιτισμό και από κοινωνία σε κοινωνία, και το κάνει αυτό ανταποκρινόμενη σε συλλογικές ανάγκες ή αιτήματα ολοκλήρωσης και ευτυχίας τα οποία μένουν ανεκπλήρωτα στις τρέχουσες συλλογικές πρακτικές του εκάστοτε πολιτισμού· γι’ αυτό και όλη η ατελείωτη ποικιλία των δραστηριοτήτων τις οποίες μπορούμε σε οιονδήποτε πολιτισμό να υπαγάγουμε σε κάποια έννοια τέχνης (όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα), παρουσιάζουν αξιοσημείωτη αντίθεση (που είναι σε κυμαινόμενο βαθμό και συμπληρωματικότητα, αναλόγως του πόσο συνεκτική εσωτερικά είναι η κοινωνία ή ο πολιτισμός που εξετάζουμε) με τις εργαλειοτεχνικές, δηλαδή εργασιακές και πολιτικοδιοικητικές πρακτικές του ίδιου αυτού πολιτισμού. Εξ άλλου η ίδια η «τέχνη» είναι μια ιστορικά συστημένη ανθρώπινη δραστηριότητα, η οποία εμφανίζεται σε ορισμένου τύπου κοινωνίες και όχι άλλες· για ένα μεγάλο διάστημα της ανθρώπινης ιστορίας, και σε ορισμένους πολιτισμούς ακόμα, λειτουργίες ανάλογες με αυτές που επιτελεί στις δικές μας κοινωνίες η «τέχνη» ανήκαν στην αρμοδιότητα των λειτουργών του ιερού και στη σφαίρα της μαγικοθρησκευτικής τελετουργίας. Μια ιστορική και ανθρωπολογική εξέταση των καλλιτεχνικών μορφών με τις οποίες είμαστε σήμερα εξοικειωμένοι δείχνει ότι σε μεγάλο βαθμό κατάγονται από ιερές τελετουργίες.

Όλες αυτές οι παρατηρήσεις μπορούν να συνοψιστούν σε δύο θέσεις, εκ πρώτης όψεως αντιφατικές μεταξύ τους: πρώτον, η παραδοσιακή φιλοσοφική Αισθητική είναι οριστικά πεπαλαιωμένη και κάθε απόπειρα παλινόρθωσής της σήμερα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία· δεύτερον, επείγει όσο ποτέ άλλοτε ένας φιλοσοφικά ενήμερος αισθητικός αναστοχασμός, ριζικά ιστορικοποιημένος και με κριτική στόχευση, στενά συνδεδεμένος με την αγωνία για το μέλλον της τέχνης στις κοινωνίες μας. Και όταν λέμε «το μέλλον της τέχνης», εννοούμε όχι τόσο τις καθιερωμένες μορφές τέχνης οι οποίες μπορούν να αλλάζουν απεριόριστα σχήμα, ακόμη και όνομα, αλλά κυρίως εκείνο που διακυβεύεται μέσ’ από την τέχνη: το αίτημα μιας απεριόριστης εκφραστικής ελευθερίας, συνδεδεμένο στενά με την άρση των αποξενωμένων μορφών εργασίας, το αίτημα μιας επανασυμφιλίωσης με την υλική φύση, εσωτερική και εξωτερική, που δεν θα γίνεται πλέον αντιληπτή ως νεκρό πεδίο κυριαρχίας αλλά ως έμψυχος συνομιλητής του ανθρώπου, το αίτημα για σωματική, αισθησιακή πλήρωση και ευτυχία που ένας μονόπλευρα εξορθολογισμένος και εργαλειοτεχνικός πολιτισμός έχει θυσιάσει στον βωμό της αποτελεσματικότητας, της συσσώρευσης πλούτου και εξουσίας, που είναι η ίδια σύμπτωμα μιας παρανοϊκής ––και σε αυτό τον βαθμό αυτοκαταστροφικής–– φαντασίωσης παντοδυναμίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια: