Της Κατερίνας Νασιώκα
Κερατέα, 12 Δεκέμβρη 2010: δυο χρόνια μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, που μετασχημάτισαν τη χωρική εμπειρία της Μητρόπολης της Αθήνας, η ιστορία δεν έκλεισε. Όσοι βιάστηκαν να ξεμπερδέψουν με το ρεύμα της «εξέγερσης» και να ελέγξουν «θάβοντας» τις νέες ροές του στον υποτιθέμενο λάκκο της καθημερινής παθητικότητας που καλλιεργούν τα μίντια και η πολιτική σκηνή –κοινοβουλευτική και μη– του κυρίαρχου λόγου ενός κράτους-καταπιεστή, ενός αλλότριου μεγαμηχανισμού ρύθμισης των απωλειών της κρίσης του παγκόσμιου κεφαλαίου, ενός «ξενιστή»-οργανισμού ελέγχου της κοινωνικής πραγματικότητας και απονέκρωσης της ανθρώπινης δημιουργικότητας, έπεσαν «έξω». Το ρεύμα αυτό –υπόγειο– που ενώνει την κραυγή του «φτάνει πια!» και κυλάει στα αυτοδιαχειριζόμενα πάρκα της πόλης, στις συλλογικότητες που οργανώνονται συνεχώς, στα ανταλλακτικά παζάρια που φύτρωσαν και εδραιώθηκαν στην καταναλωτική μας πραγματικότητα, στις καθημερινές αντιστάσεις σε χώρους εργασίας και μη, αυτό το υπόγειο ρεύμα εκρήγνυται τώρα στην Κερατέα, μεταλλάσσοντας μια για πάντα την κοινωνική πραγματικότητα μιας κοινότητας που φαίνεται εδώ και ένα μήνα –αν και μακριά από κάθε τηλεοπτική και έντυπη προβολή– να ζει και να αντιστέκεται στα οδοφράγματα της οδού Λαυρίου.
Ένα από τα πιο κακοποιημένα προάστια λόγω της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής αστικής ανάπτυξης, που έχει μετατρέψει τα μεσόγεια σε βιομηχανικό σκουπιδότοπο της Αττικής μιας –τουριστικής και αποσπασματικής– χρήσης, έχει πάρει εδώ και ένα μήνα το μονοπάτι της αντίστασης απέναντι σε τεράστιες αστυνομικές δυνάμεις καταστολής που έχουν αποκλείσει ολόκληρη περιοχή, για να υπερασπιστεί αρχικά ένα αυτονόητο για τη δημοκρατία του αστικού τους κράτους δικαίωμα: το δικαίωμα στο διάλογο ή το δικαίωμα να συναποφασίζει, τουλάχιστον, για τη ζωή και την γη της. Η μήπως ούτε αυτό; Θα μπορούσε να πει κανείς καλύτερα για να ακουστεί η κραυγή της άρνησής της στην άνωθεν επιβολή προειλημμένων αποφάσεων που θα αλλάξουν ριζικά το χαρακτήρα της περιοχής, αποφάσεις που, όπως οι περισσότερες, αποβλέπουν σε μια ανάπλαση «εν κενώ», ανάπλαση με βάση το κέρδος των εταιρειών και τα πολιτικά εμπλεκόμενα συμφέροντα, ανάπλαση που αγνοεί επιτήδεια την κοινωνική σύσταση, δηλαδή το αστικό «περιεχόμενο», των περιοχών που ευαγγελίζεται πως θα βελτιώσει (σε τι;).
«Ξημερώματα του Σαββάτου (12/12/2010), γύρω στις 4 το πρωί και ίσως λίγο νωρίτερα, μηχανήματα χωρίς πινακίδες τα οποία τα συνόδευαν αστυνομικοί, δηλαδή πρώτα ήρθαν τα μηχανήματα με τα ματ και έκλεισαν όλη την περιοχή και έκτοτε ο κόσμος δεν κατάφερε να ανέβει για να δει τι συμβαίνει και τώρα δεν υπάρχει πρόσβαση στην περιοχή με κανέναν τρόπο από κανέναν. […] Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό και δεν μπορούσα ποτέ να αντιληφθώ την έκταση που παίρνουν τα πράγματα, τα βλέπουμε στις ειδήσεις, βλέπουμε να γίνονται διάφορα επεισόδια και μάλλον πρέπει να σου συμβεί εσένα για να καταλάβεις το μέγεθος της αυθαιρεσίας. Ειδικά το Σάββατο που ο κόσμος δεν είχε ακριβώς αντιληφθεί τις προθέσεις των ματ, υπήρχαν πραγματικά πολλά μικρά παιδιά και γυναίκες και ηλικιωμένοι, δηλαδή άνθρωποι που δεν θα κατάφερναν να το αντέξουν αυτό και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες και ξαφνικά και τελείως απρόκλητα άρχισε η επίθεση, χωρίς εμείς να κινηθούμε εναντίον τους. Πέσανε δακρυγόνα και άρχισαν οι συμπλοκές. Έκτοτε οι επιθέσεις είναι καθημερινές, οι κλούβες, δεν μας αφήνουνε να δούμε και πόσες είναι αλλά αυξάνονται καθημερινά με γεωμετρική πρόοδο, έχουν όλες τις εγκαταστάσεις, ό,τι χρειάζονται, τους ανεφοδιασμούς τους με τρόφιμα, τις αλλαγές των φρουρών τους, έχουν αναπτυχθεί πλήρως. Η περιοχή δηλαδή έχει αποκλειστεί και δεν έχει αποκλειστεί από μας. Από κει και πέρα αγριότητες. Τι να πω; Δεν το πιστεύουμε. Απορώ όλη αυτή η οργή από πού βρίσκεται συσσωρευμένη. Μου περιέγραφε μια γυναίκα ηλικιωμένη, κοντά 70 χρονών, η οποία είχε τρέξει απελπισμένη και είχε κρυφτεί πίσω από μία ελιά και τα ματ τις έριχναν καπνογόνα και χημικά στο πρόσωπο, λες και είμαστε ζώα; Ή παιδιά, μεγάλοι άνθρωποι βγάζουν το καπέλο τους και το κεφάλι τους από πίσω είναι βαθουλωμένο. Μαυρισμένα μάτια, κλωτσιές στα πλευρά»[…].[1]
Οι κάτοικοι της Κερατέας χρειάστηκε να μάθουν από κοντά και για τα καλά τι σημαίνει καταστολή, τι σημαίνει αστυνομικό κράτος, τι σημαίνει αστική δημοκρατία στην απογυμνωμένη της μορφή. Αρχίζουν ίσως έτσι να βιώνουν (αν όχι να συνειδητοποιούν) τη λειτουργία ενός κράτους-μηχανισμού επιβολής της εξουσίας και προστασίας πρωτίστως του κεφαλαίου αντί των υποτιθέμενων αστικών δικαιωμάτων της ελευθερίας, της ισότητας, της ιδιοκτησίας και της ατομικής επιδίωξης•[2] των δικαιωμάτων που αποτελούν τους στυλοβάτες της αστικής κοινωνίας, μα στ’ αλήθεια αυτά τα ίδια δεν οριοθετούν και την περιοχή της συναίνεσης στην εκμετάλλευσή μας από το κεφάλαιο, δηλαδή την παραίτηση από οποιαδήποτε επαναστατική ουτοπία ή πραγματική πάλη για το άνοιγμα ενός διαφορετικού κόσμου εδώ και τώρα και την αποδοχή του καταναλωτικού (επιστημονικοτεχνικού) νεωτερικού ονείρου που σιγά-σιγά μετατρέπεται στον χειρότερο εφιάλτη ακόμη και για εκείνους που νόμιζαν πως είχαν εξασφαλίσει τα προνόμιά τους;
Αλλά οι κάτοικοι της Κερατέας δεν ήρθαν μόνο αντιμέτωποι με τη «δουλειά» της αστυνομίας, όπως μοιάζει να είναι για όλους όσους δεν βρίσκονται εκεί και για όλους όσους συνεχίζουν να τυποποιούν τις καθημερινές πληροφορίες μέσα από τα δίκτυα ενημέρωσης των μίντια η ρίψη δακρυγόνων, καπνογόνων, κρότου-λάμψης, ελαστικών σφαιρών και η σωματική επίθεση ή όπως ακόμη έμοιαζε και για τους ίδιους τους κατοίκους της Κερατέας πριν από λίγο καιρό, όταν έβλεπαν στις ειδήσεις τα επεισόδια του Δεκέμβρη (2008) ή τις συμπλοκές στις μεγάλες διαδηλώσεις που ακολούθησαν έκτοτε.
«Βλέπαμε στην τηλεόραση τα επεισόδια που γίνονταν στην Αθήνα και λέγαμε τι πράγματα είναι αυτά και λέγαμε πως ναι, η αστυνομία κάνει τη δουλειά της. Τώρα καταλάβαμε για τα καλά ποια δουλειά ήταν αυτή. Τώρα καταλαβαίνουμε τι συνέβαινε».[3]
Είδαν, επίσης, τα ματ να ψεκάζουν με χημικά τα ξύλα που προορίζονταν για να ανάψουν φωτιά τα βράδια στα οδοφράγματα, τα είδαν να τρυπάνε τα πλαστικά μπουκάλια με το νερό που είχαν συγκεντρωθεί για τους ανθρώπους που παρέμεναν ατελείωτες ώρες στο δρόμο, βρήκαν τα αυτοκίνητά τους αρχικά παραβιασμένα μέσα στα χωράφια και μετά σπασμένα, όχι για να ανοίξει ο δρόμος αλλά για να πάρουν οι κλούβες μια πιο προνομιακή θέση στον χωρικό πόλεμο της οδού Λαυρίου. Έγιναν δηλαδή αυτόπτες μάρτυρες μιας ριζικής αντιστροφής των κοινωνικών σταθερών που μέχρι τότε αναγνώριζαν ως θεμιτές, αναμενόμενες και «νόμιμες» και έτσι η βία και η καταστολή (αλλά όχι μόνο) κατάφεραν να φέρουν στην επιφάνεια αυτό που η πιο βαθιά εκμετάλλευση και αποξένωση μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει: ένα ρευστό συλλογικό υποκείμενο που βγήκε Χριστουγεννιάτικα στους δρόμους, άφησε την οικογενειακή εορταστική εστία κενή, έκλεισε με αγανάκτηση την τηλεόραση, έσβησε τα φώτα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, πήρε τα κουραμπιεδάκια και τα μελομακάρονα υπό μάλης και πήγε να ψήσει, να γλεντήσει, να πιει και να φωνάξει στο δρόμο και στα χωράφια, υπό τις μυρωδιές των καμμένων πλαστικών και των χημικών, τους ήχους των μολότοφ και των κρότου-λάμψης, επινοώντας όχι μόνο νέα κάλαντα για αυτή την καινούργια χρονιά,[4] αλλά ταυτόχρονα χτίζοντας από μόνο του, αυθόρμητα, χωρίς καθοδήγηση, νέες κοινωνικές σχέσεις σε νέους χώρους, οικοδομώντας νέες χωρικές εμπειρίες που γεννούν νέες κοινωνικές διασυνδέσεις. Ο δρόμος ανάμεσα στο πρώτο οδόφραγμα της εισόδου της Κερατέας και στο μπλόκο των ματ, μια απόσταση που αναπροσαρμόζεται και επαναμορφοποιείται σχεδόν καθημερινά από το αποτέλεσμα της εκάστοτε βραδινής οδομαχίας, έγινε η απογευματινή βόλτα όλων των ηλικιών της κοινότητας. Έτσι ήρθε ο κόσμος τα-πάνω-κάτω, αλλά δεν ήρθε από την αστυνομία, ούτε ίσως από τη βία που αποτελεί το καθημερινό θέατρο σκιών της οδού Λαυρίου, ήρθε από το πλησίασμα των ανθρώπων μέσα σε μια νέα χωροχρονική πραγματικότητα, ρευστή, σαν κινούμενη άμμος, που καθημερινά απλώνεται στις απλές σχέσεις αλληλεγγύης και κοινωνικότητας που αναπτύσσονται πέρα και μακριά από τις γνωστές κοινωνικές νόρμες. Εδώ διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα, η ανάκτηση του «δρόμου» ως διαδρομή, ως δίοδος, ως πέρασμα που φέρει τα ίχνη της κοντινής ζωντανής παρουσίας των υποκειμένων που τον περπατούν, τον βιώνουν, τον μετασχηματίζουν, τον ορίζουν ως χώρο μάχης ή γλεντιού, ενός σημείου που δείχνει μόνο μια κατεύθυνση και δεν αποτελεί οργανικά εργαλειακό κομμάτι ενός αφηρημένου συστήματος διάταξης τηλε-χώρου.[5]
Αυτός ο αμφισβητούμενος κοινωνικός χώρος που αναπροσαρμόζεται καθημερινά με νέους όρους δημιουργώντας ροές και υβρίδια χωρικής κοινωνικότητας σε συνθήκες μετάβασης επαναφέρει στην ορατότητα το περιεχόμενο της πόλης που βρίσκεται ως υπόστρωμα αλλά και υποτάσσεται στη μορφή της πόλης, δηλαδή στους θεσμούς, στις σχέσεις εξουσίας, στα πολιτικά μορφώματα, στα μέσα επικοινωνίας τα οποία αποτελούν έκφραση ενός κυρίαρχου λόγου εξουσίας-επί. Ο αμφισβητούμενος, δηλαδή, χώρος της αρνητικής διεκδίκησης φέρει στην επιφάνεια του ορατού τις άμεσες και αδιαμεσολάβητες κοινωνικές σχέσεις των κατακερματισμένων, στον ιδιωτικό χωροχρόνο της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, υποκειμένων και μαζί φέρει στην επιφάνεια την αντι-εξουσία του κοινωνικού πλέγματος που ήδη υπάρχει στις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις της «κάθε-μέρας». [6] Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναρωτηθεί κανείς, ποια είναι η ποιότητα αυτών των κοινωνικών σχέσεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση της κοινωνίας της Κερατέας; Και αυτό είναι σημαντικό για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε με αν και ποιον τρόπο μετασχηματίζονται και προς ποια κατεύθυνση;
Πολλοί υποψιάζονται πως η κινητοποίηση στην Κερατέα έχει ένα καθαρά τοπικιστικό χαρακτήρα και πως οι ίδιοι άνθρωποι σε μια ενδεχόμενη αντίδραση σε μια κοινωνική αδικία μακριά από την περιοχή τους θα παρέμεναν απαθείς παρατηρητές στα σπίτια τους, αμετακίνητοι στις καθημερινές δραστηριότητές τους, σχολιάζοντας χαλαρά επί του καναπέως όσα διαστρεβλωμένα αναμεταδίδουν οι τηλεοράσεις. Από την άλλη πλευρά, πολλοί επίσης σκέφτονται πως η κοινωνία της Κερατέας, μια κοινωνία που μπορεί να χαρακτηρίζουν συντηρητική ή μικροαστική,[7] (αυτοί ή εμείς πού ζούμε;) δεν μπορεί να διατυπώσει επαναστατικές διεκδικήσεις και πως τα αιτήματά της περιορίζονται στο πλαίσιο μικροαστικών αιτημάτων που θα σταματήσουν αμέσως μόλις ικανοποιηθούν, δηλαδή δεν μπορούν εκ προοιμίου να έχουν καθολικότερο ή πιο πολιτικό χαρακτήρα ρήξης. Είναι, από μια πρώτη άποψη εμφανές, πως οι κάτοικοι της Κερατέας δεν επιθυμούν την κατάλυση του κράτους. Αντίθετα, ακόμη προσβλέπουν σ’ αυτό και το επικαλούνται, ως κράτος δικαίου, γι’ αυτό άλλωστε μεταχειρίζονται μέσα όπως είναι η προσφυγή τους στα αστικά δικαστήρια για να δικαιωθούν. Ωστόσο, αντιλαμβάνονται πλέον ξεκάθαρα την μεταστροφή από κράτος δικαίου σε ένα παράνομο κράτος προστασίας των συμφερόντων του κεφαλαίου, αντιλαμβάνονται πως έχουν απέναντί τους όχι μόνο ένα κράτος που θέλει να τους επιβάλλει τη χωματερή αλλά ένα κράτος που τους υποβιβάζει σε ανθρώπους-σκουπίδια, τους εντάσσει στο καταραμένο απόθεμα του περιθωρίου όσων δεν μπορούν –με τις πράξεις ή την ίδια την κοινωνική τους υπόσταση– να χωρέσουν στην καλοσχεδιασμένη μηχανή αναπαραγωγής της εμπορευματοποιημένης μας καθημερινότητας η οποία μετατρέπει ολόκληρες περιοχές, χώρες, υποκείμενα, σχέσεις σε μια απέραντη waste land.[8] (Ή μάλλον το κεφάλαιο το κάνει αυτό αλλά το κράτος το βοηθά να το διεκπεραιώσει). Και αυτοί που δεν χωράνε αυξάνονται κάθε μέρα με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Ίσως σε αυτό το σημείο δεν έχει και τόσο σημασία αν οι κάτοικοι της Κερατέας έχουν συνειδητοποιήσει ή όχι ότι αυτή η αντίσταση που καθημερινά επιχειρούν ίσως δεν είναι ικανή να σταματήσει τη δημιουργία της χωματερής, να σταματήσει την ισοπεδωτική δύναμη του καπιταλισμού. Ίσως δεν έχει σημασία αν υπήρξαν ποτέ ακτιβιστές. Και δεν έχει σημασία γιατί το πιο σημαντικό είναι «η άρνησή τους να διαμορφώσουν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τη συνείδηση του κεφαλαίου, η απόφαση να πάρουν έναν χώρο ή μια στιγμή στα χέρια τους και να οργανώσουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις δικές τους αποφάσεις»[9] και όχι η ανίχνευση της ταξικής τους συνείδησης ή όχι (αν μπορούμε πια να κάνουμε αυτή τη διάκριση). Σημασία έχει πως συμμετέχουν σε μια διαδικασία που μεταμορφώνει την καθημερινή τους πραγματικότητα.
«Αισθάνομαι απελπισμένος. Αισθάνομαι απελπισμένος για τον εαυτό μου, τη ζωή που έζησα μέχρι τώρα και το μέλλον των παιδιών μου. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα φτάσω 70 χρονών και θα βρίσκομαι αντιμέτωπος εγώ με την αστυνομία να πετάω μολότοφ».
Γιατί επιμένουν; Αφού ήδη ένα μήνα δεν κατάφεραν να κάνουν το θέμα γνωστό από τα μίντια, αφού ήδη ένα μήνα που βρίσκονται στο δρόμο συνεχίζουν να δέχονται την καταστολή και το ξύλο, αφού ήδη ένα μήνα τίποτε δεν άλλαξε στον τρόπο που τους αντιμετωπίζει το κράτος, η αστυνομία και η αστική δικαιοσύνη, γιατί επιμένουν; Και όχι μόνο αυτό. Πώς έφτασαν στο σημείο οι ηλικιωμένοι να μαζεύουν όλα τα άδεια μπουκάλια από το αλκοόλ που καταναλώνεται τα κρύα βράδια δίπλα στις φωτιές για να μπορέσουν τα παιδιά (πολλές φορές τα παιδιά τους) να φτιάξουν τον εξοπλισμό για τη βραδινή μάχη; Πώς έφτασαν στο σημείο οι ηλικιωμένες γυναίκες να μιλάνε για τις μολότοφ, πώς έφτασαν στο σημείο να παραμένουν όλοι απαθείς όταν σκάνε δίπλα τους τα καπνογόνα και οι κρότου-λάμψης; Πώς έφτασαν τελικά στο σημείο να κινούνται προς τα μπρος αντί να τρέχουν πίσω, να λένε «όχι» αντί να σκύβουν το κεφάλι και να δέχονται την απόφαση κάποιων άλλων πάνω τους; Πώς έφτασαν στο σημείο να βιώνουν τη βία και να εκφράζουν καθημερινά αντι-βία οι νοικοκυραίοι; Μήπως είναι τελικά αυτή μια αντίσταση που πάει πιο πέρα από τη διεκδίκηση ενός μικροαστικού αιτήματος μιας μικροαστικής κοινότητας ή κοινωνίας; Μήπως είναι τελικά όλα αυτά μια νέα ποιότητα στις διεκδικήσεις που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια αλλαγή που επέφερε στην ίδια την ποιότητα του κοινωνικού ανταγωνισμού ο Δεκέμβρης; Κι αν το αίτημά τους είναι όντως μικροαστικό γιατί δεν επέλεξαν μια αντίστοιχη μικροαστική διεκδίκηση (βλ. διαδρόμους υπουργείων) αντί να ξεροσταλιάζουν ένα μήνα στο κρύο και να εισπνέουν κάθε μέρα τα χημικά; Μήπως αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον αυτή η υποκειμενοποίηση των κατοίκων σε σχέση με τη ρηξιγενή στάση τους; Φαίνεται στην περίπτωση της Κερατέας πως η κραυγή της υποκειμενικότητας και της άρνησης, αυτή η άναρθρη αλλά συγκεκριμένη κραυγή του «φτάνει πια»[10] που πάει πέρα από τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα, ξεχειλίζει ξαφνικά από το δοχείο της αντικειμενικότητας, της θετικότητας και της εργαλειακής αφηρημένης πραγματικότητας της αστικής μας κοινωνίας, γίνεται ορατή κι έτσι υπάρχει. Εκεί η μορφή ξεπερνούσε στο περιεχόμενο, εδώ το περιεχόμενο κατακλύζει τη μορφή.[11]
Οι νέες χωρικές εμπειρίες αντίστασης που εμφανίζονται στην Κερατέα δεν συντονίζονται σε καμία βάση επίσημης ή γνωστής μέχρι τώρα συνδικαλιστικής ή «από τα πάνω» οργάνωσης. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ή ξαναχτίζουν τις –κατεστραμμένες, κομματιασμένες– άμεσες κοινοτικές τους σχέσεις (όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, έχουν μεγαλώσει μαζί, συνδέονται με δεσμούς φιλίας ή συγγένειας κι όσοι δεν γνωρίζονται γίνονται τώρα οικείοι, φίλοι, γείτονες, σύντροφοι) για να οργανώσουν μπλόκα απέναντι στις κλούβες των ματ που έρχονται να αλλάξουν βάρδια, να ανάψουν φωτιές, να εξοπλιστούν, να φτιάξουν κάθε μέρα νέα οδοφράγματα, να χτίσουν πρόχειρα καταλύματα, να μην αφήσουν ούτε για μια στιγμή κενό, αδιεκδίκητο το χώρο. Βρίσκονται οι ίδιοι εκεί, τώρα, για όλους αυτούς, οργανώνοντας την κοινωνική τους καθημερινότητα γύρω από τα οδοφράγματα, χρησιμοποιώντας κοινωνικούς πόρους (φράσσουν το δρόμο με τα απορριμματοφόρα ή άλλα αυτοκίνητα του δήμου ή αλλοιώνουν το φωτιστικό πεδίο της βραδινής μάχης σβήνοντας τα κοινοτικά φώτα και αφήνοντας ορατό μόνο το χώρο όπου βρίσκεται το μπλόκο των αστυνομικών δυνάμεων), συλλογικοποιώντας με κάθε δυνατό τρόπο τη δράση τους. Η χωρική αποτύπωση αυτής της δράσης γεννά νέο χώρο και ο νέος χώρος γεννά ή επανιδρύει άλλου τύπου κοινωνικές σχέσεις, πέρα και μακριά από τις κοινωνικές εμπράγματες μορφές της αξίας, του χρήματος, του εμπορεύματος. Η χωρική μετατόπιση της κοινωνικότητας επανασυνδέει το χώρο με τις συνθήκες του, δηλαδή τον ενώνει με το κοινωνικό του περιεχόμενο, με τα υποκείμενα που τον βιώνουν όχι ως αλλότριο κομμάτι της εμπορευματικής λογικής της αγοράς αλλά ως «τόπο» δικό τους. Επαναεδαφικοποιεί το κοινό.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πού θα καταλήξει αυτή η «υπερχείλιση» της ανθρώπινης ενέργειας στην Κερατέα. Όπως κανείς δεν μπορεί να ξέρει πού θα καταλήξει η υπερχείλιση της ανθρώπινης ενέργειας στο πάρκο Ναυαρίνου στα Εξάρχεια, που διαμορφώθηκε μέσα από τη συρροή της ανθρώπινης δραστηριότητας εκατοντάδων ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους οι οποίοι, μέσα σε συνθήκες φιλίας και συντροφικότητας, έσκαψαν, φύτεψαν, έχτισαν, κουβάλησαν, σχεδίασαν, απελευθέρωσαν ένα χώρο κοινοτικό, που δεν έχει πάρει οριστική μορφή και μακάρι να μην πάρει ποτέ μια οριστική μορφή, κανένα «τέλος», αλλά να παραμείνει μια διαδικασία, μια κίνηση που αποτυπώνει χωροχρονικά την άρνηση στην άρνησή μας από ένα απάνθρωπο σύστημα.
Και κανένα τέτοιο κείμενο δεν μπορεί να πει κάποια «αλήθεια» που δεν ακούγεται, ούτε και να σταθεί στο πλευρό κανενός «αδικημένου», ούτε να αντικειμενικοποιήσει ή να μελετήσει κανένα φαινόμενο. Παραμένει στο ατελές επίπεδο της κραυγής που ενώνεται με όλες όσες ακούγονται, ακόμη πιο δυνατά τελευταία, στην Κερατέα, στα Εξάρχεια, στα διόδια, στα μέσα μεταφοράς, σε όλους τους κοινωνικούς χώρους ή τις προσωπικές στιγμές που θέλουν να πουν ή λένε «όχι» στο εργαλειακό, ομογενοποιημένο, εκχρηματισμένο και κατακερματισμένο παρόν του καπιταλιστικού habitus• μιας κραυγής (όχι απελπισίας και ήττας, παθητικότητας, μοιρολατρίας και ιδεοληψίας) ελπίδας, άρνησης και αντιεξουσίας που συνηχεί παντού σε όλον τον κόσμο μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο.
K.N./Πουέμπλα, 1-2011
1. Απόσπασμα από συνέντευξη με κάτοικο της Κερατέας, Δεκέμβριος 2010.
2. Βλ. σχ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. 1, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σσ. 188-189, όπου αναφέρει: «Η σφαίρα της κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής των εμπορευμάτων που μέσα στα πλαίσια της κινείται η αγορά και η πούληση της εργατικής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ κυριαρχούν μόνο η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοκτησία και ο Μπένθαμ. Ελευθερία! Επειδή ο αγοραστής και ο πουλητής ενός εμπορεύματος λ.χ. της εργατικής δύναμης υποτάσσονται μόνο στην ελεύθερη θέληση τους. [...] Ισότητα! Επειδή σχετίζονται μεταξύ τους μόνο σαν κάτοχοι εμπορευμάτων και ανταλλάσσουν ισοδύναμο με ισοδύναμο. Ιδιοχτησία! Επειδή ο καθένας εξουσιάζει μόνο αυτό που είναι δικό του. Μπένθαμ! Επειδή ο καθένας νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του».
3. Απόσπασμα από συνέντευξη με κάτοικο της Κερατέας, Δεκέμβριος 2010.
4. Τα κάλαντα της Κερατέας, Δεκέμβρης 2010: «Τρίγωνα κάλαντα σκόρπισαν παντού και μολότοφ ρίχνουμε, ντου από παντού, ειι! Τρίγωνα κάλαντα μες την καλαμιά, εδώ θα ‘στε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Ξύλο δυνατό θα πέσει γιορτινό, πέτρες θα σας έρθουν απ’ τον ουρανό. Μες τη σιγαλιά ανάβει η φωτιά και γίνεται ο κόσμος μια πύρινη γροθιά. Τρίγωνα κάλαντα στο Οβριόκαστρο και χτυπά συναγερμός στο καμπαναριό, ειι! Τρίγωνα κάλαντα είμαστε παντού και ξύλο θα φάτε και μείωση μισθού. Τρέχουν τα παιδιά μέσα στο χιονιά, ήρθαν ενισχύσεις απ’ όλα τα χωριά. Μες τη σιγαλιά άλλη μια φωτιά, πάρτε αυτό το μήνυμα προτού να είναι αργά. Τρίγωνα κάλαντα στο Οβριόκαστρο και χτυπά συναγερμός στο καμπαναριό, ειι! Τρίγωνα κάλαντα είμαστε παντού και ξύλο θα φάτε και μείωση μισθού. Συμφέροντα πολλά θέλουνε χυτά και ποιος θα την πληρώσει, εσείς για όλα αυτά. Που είναι τα λεφτά, τα φάγανε κι αυτά, πάρτε αυτό το μήνυμα προτού να είναι αργά. Τρίγωνα κάλαντα ακούστε το καλά, εσείς τρώτε το ξύλο και άλλοι τα λεφτά, ειι. Τρίγωνα κάλαντα, χρόνια σας πολλά, εδώ θα ‘στε Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά». [πηγή: http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1241923] .
5. Για αυτούς που δεν αποδέχονται την ρομαντοποίηση των οδομαχιών και της βίας (και μάλλον έχουν δίκιο από τη συγκεκριμένη οπτική πως αναπαράγει σχέσεις ιεραρχίας και κοινωνικότητας τις οποίες μπορεί εκ προθέσεως να αντιμάχεται), εδώ είναι χαρακτηριστική η άλλου τύπου οργάνωση των συμπλοκών οι οποίες, σύμφωνα με τα λεγόμενα των κατοίκων, δεν περιορίζονται μόνο πάνω στο γραμμικό πεδίο της οδού Λαυρίου, αλλά με τεχνικές ανταρτοπόλεμου και αιφνιδιασμού επεκτείνονται μέσα στα χωράφια και τους αγροτικούς δρόμους της περιοχής, τεχνικές στις οποίες η αστική αστυνομία δεν μπορεί να αντεπεξέλθει.
6. Ο Λεφέβρ διαχωρίζει την «καθημερινότητα» ή τον «καθημερινό βίο» από την «κάθε-μέρα». Καθώς η μαζικά διαμεσολαβημένη και βιομηχανοποιημένη καθημερινότητα αποτελεί την τροπικότητα της καπιταλιστικής διαχείρισης στόχος είναι η αναζήτηση και επανίδρυση της «κάθε-μέρας» που αποτελεί την τροπικότητα της αντίστασης, δηλαδή μια περιοχή ουτοπικού μετασχηματισμού. Βλ.σχ. Robert J., Σχετικά με τη φιλοσοφία της καθημερινής ζωής, futura, Αθήνα, 2003.
7. Σε σύγκριση για παράδειγμα με τον ριζοσπαστισμό των Εξαρχείων.
8. Αντίθετα, μπορούμε να δούμε τι συνέβη στην περίπτωση του σταθμού του μετρό στην Αγία Παρασκευή. Μετά από τις «διεκδικήσεις» των καταστηματαρχών της πλατείας της Αγίας Παρασκευής, οι οποίοι δεν ήθελαν να χάσουν την πελατεία τους λόγω των έργων, ο σταθμός της Αγ. Παρασκευής έγινε τελικά 200 μόλις μέτρα από το σταθμό του Χαλανδρίου! Γιατί εκεί το ίδιο κράτος που πνίγει στα δακρυγόνα την Κερατέα δεν έστειλε τις δυνάμεις καταστολής να τιθασεύσουν τους ανεξέλεγκτους καταστηματάρχες; Ποια είναι η διαφορά;
9. Holloway, J., (2010), Crack Capitalism, England: Plutopress, σ. 21.
10. Βλ. σχ. στο Holloway, J., Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2006 που αρχίζει με τη φράση: «Εν αρχή ην η κραυγή. Κραυγάζουμε».
11. Παραφράζοντας τη φράση του Κ. Μαρξ: «Εκεί η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο, εδώ το περιεχόμενο ξεπερνάει τη φράση», στο: Κ. Μαρξ, Η 18 Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2005. Βλ. επίσης σχ. για μια ανάλυση σχετικά με το περιεχόμενο και τη μορφή της αστικής οργάνωσης H. Lefebvre, El derecho a la ciudad, Ediciones Peninsula, Barcelona 1978, όπου διακρίνει το περιεχόμενο, το «αστικό» από τη μορφή, την «πόλη» ορίζοντας με το πρώτο τις άμεσες και αδιαμεσολάβητες κοινωνικές σχέσεις ενώ με τη δεύτερη τους θεσμούς, οργανισμούς, πολιτικά μορφώματα που συγκροτούν το επίπεδο εξουσίας.
1 σχόλιο:
Που θα σταματήσει αυτή η ακαδημαική μπουρδορολογία της "χωρικής εμπειρίας" και της "υποκειμενοποίησης"?
Μετασχηματίσου!
Δημοσίευση σχολίου