Από Mankinddivine
Φίλε Μιχάλη, η ώρα της κρίσης γι’ αυτόν τον «αιώνιο» κοινωνικό πόλεμο που περιγράφεις, όντως πλησιάζει. Και η ώρα της κρίσης δεν είναι άλλη από την ώρα της Θεϊκής βίας (για να συνδέσω το κείμενό σου με την πρόσφατη συζήτηση στο Αυτόνομο Στέκι πάνω στις σχετικές ιδέες του Μπένγιαμιν): Η Θεϊκή βία είναι αυτή που κρίνει και ανασκευάζει τον κόσμο εκ βάθρων. Εν τη απουσία της ο κόσμος τούτος παραμένει άκριτος και αλύτρωτος, σε μια «αιώνια» limbo μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου, σωρεύοντας ολοένα και περισσότερα χρέη απέναντί της και καλώντας την έτσι μυστικά να εμφανιστεί. Η Θεϊκή βία αποτελεί το τέλος της Κριτικής, με την διπλή έννοια της πραγμάτωσης και της αναίρεσής της – αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…
Όπως πολύ ορθά διακρίνεις, το ειδοποιό χαρακτηριστικό της «ρευστής απειλής» που περιγράφεις είναι το απρόβλεπτο. Αυτό που δεν μπορείς να διακρίνεις είναι το πώς αυτή η ρευστή, απρόβλεπτη απειλή μπορεί να κερδίσει έναν πόλεμο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των αντιπάλων, τους όρους του οποίου ελέγχουν απόλυτα – και έχεις δίκιο που δεν μπορείς. Και ξέρεις γιατί; Γιατί πολύ απλά ο πόλεμος δεν μπορεί να κερδηθεί. Η ίδια η ύπαρξη του πολέμου ταυτίζεται αξιωματικά με τη νίκη τους και την ήττα μας. Πρόκειται για μια παράσταση με δεδομένη διανομή ρόλων. Ο πόλεμος υπάρχει από τότε που υπάρχουν κι αυτοί και διαρκεί όσο συνεχίζουν να υπάρχουν, κι αυτοί υπάρχουν μόνο ως νικητές. Ο πόλεμος είναι το παιχνίδι τους, «στημένο» και με «σημαδεμένη» τράπουλα, όσες παρτίδες κι αν παίξουμε.
Και τότε τι, τα παρατάμε και πάμε στο διάολο; Όχι βέβαια, το αντίθετο…Αυτό που λείπει νομίζω από την ανάλυσή σου είναι η σύνδεση της ρευστής απειλής με τη Θεϊκή βία. Η Θεϊκή βία δεν κερδίζει τον πόλεμο: Τον καταργεί. Για την ακρίβεια, τον καταργεί κερδίζοντάς τον, όμως η νίκη της υπερβαίνει τους στρατιωτικούς όρους, είναι τόσο ολοκληρωτική, τόσο φυσικά απόλυτη (σε αντίθεση με τις νίκες των αντιπάλων που χτίζονται ιδεολογικά ως απόλυτες, ενώ πάντοτε συστήνουν εκ νέου το πεδίο του πολέμου και τη δυνατότητα της Θεϊκής βίας) που σχεδόν εξαφανίζεται ως τέτοια, για να εμφανιστεί ως ένα απλό παρα-προϊόν του κύριου, γενεσιουργού και ριζικά αναδομητικού χαρακτήρα της έλευσής της: Της κατάργησης του ίδιου του παιχνιδιού που συνοδεύει την κατάργηση του αντιπάλου.
Η σύνδεση της ρευστής απειλής με τη Θεϊκή βία αναδεικνύεται στο κομβικό σημείο του απρόβλεπτου. Το απρόβλεπτο χαρακτηρίζει τη ρευστή απειλή, συγχρόνως όμως το απρόβλεπτο, όχι ως αστάθμητη εξωτερική μεταβλητή αλλά ως ιδιοσυστασιακό κέντρο, είναι το «σήμα κατατεθέν» της Θεϊκής βίας. Κανείς δεν γνωρίζει πότε θα ενσκήψει η Θεϊκή βία, είμαστε όμως βέβαιοι ότι ζούμε στην εποχή της. Για το τελευταίο δεν θα επιχειρηματολογήσω εδώ, και για λόγους χώρου, αλλά κυρίως διότι θεωρώ ότι μια τέτοια επιχειρηματολογία αντιστοιχεί σ’ έναν αυνανισμό της σκέψης (εξαιρετικά αντιερωτικό μάλιστα) στη θέα του αυτονόητου. Η εποχή μας είναι η εποχή της Θεϊκής βίας, αν όχι της βέβαιης έλευσής της όπως πιστεύω εγώ, τότε σίγουρα της βέβαιης αναγκαιότητάς της. Κι αυτό γιατί το παιχνίδι τελεί ήδη υπό κατάργηση, είτε ενσκήψει η Θεϊκή βία είτε όχι. Όπως γράφει και στο cd-συλλογή του zero artistic movement, «Η ιστορία ναι επαναλαμβάνεται γυρνώντας τις σελίδες, αυτό μας το ‘παν κι άλλοι, εδώ όμως δεν υπάρχει παρακάτω σελίδα».
Το γεγονός ότι ζούμε στην εποχή της Θεϊκής βίας δίχως να γνωρίζουμε το αν και το πότε θα ενσκήψει, μας βάζει σε μια άβολη, ασυνήθιστη και παράδοξη σχέση με το χρόνο και τον εαυτό μας, ιδιαίτερα όσους είναι πολιτικά συνειδητοί και συμμετέχουν με τον α ή β τρόπο στο ανταγωνιστικό κοινωνικό κίνημα. Έχουμε μάθει να λειτουργούμε στη βάση της εκτίμησης της εικόνας και των δυνατοτήτων του παρόντος, αυτός είναι ο ριζοσπαστικός μας ρεαλισμός που μας συνδέει με την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα και μας προφυλάσσει από την προβολή των ιδεοληψιών μας. Σήμερα όμως βρίσκουμε τον εαυτό μας εξαναγκασμένο σε μια «μελλοντολογία», μια ακατανίκητη έλξη του βλέμματος σ’ ένα δυνητικό σημείο του άμεσου και ορατού μέλλοντος που είναι καθ’ όλα ρεαλιστική και καθόλου ιδεοληπτική. Όταν στο κοντινό μέλλον που θα ζήσουν οι περισσότεροι από μας επίκειται κάτι τόσο ριζικό και συγκλονιστικό (είτε ενσκήψει η Θεϊκή βία είτε όχι), η συνείδηση φυσιολογικά απορροφάται σ’ αυτό. Σε αναλογία ιστορικού χρόνου βρισκόμαστε λίγα δευτερόλεπτα πριν σκάσει η βόμβα, πριν εκραγεί το ηφαίστειο. Αυτά τα δευτερόλεπτα είναι λογικό να στεκόμαστε με κομμένη την ανάσα, και το βλέμμα μαζί με όλο μας το είναι στραμμένο προς τον κρατήρα και τη στιγμή που έρχεται. Όλο μας το παρόν συνοψίζεται σε δυο λέξεις: εν αναμονή.
Η κατάστασή μας γίνεται ακόμη πιο άβολη και παράδοξη από το γεγονός ότι η Θεϊκή βία σηματοδοτεί την έλευση του ριζικά καινούργιου, τη συντριβή σύσσωμης της παλιάς πραγματικότητας. Έστω και ως αναγκαίο πλην αβέβαιο σενάριο, η Θεϊκή βία ρίχνει τις τωρινές μας απόπειρες κοινωνικής αντίστασης στον καιάδα της παλιάς πραγματικότητας, τις αρνείται στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό που τις πραγματώνει. Η Θεϊκή βία ονομάζεται έτσι επειδή ακριβώς πρόκειται για κάτι ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετικό από οτιδήποτε έχουμε κάνει μέχρι τώρα για την κοινωνική απελευθέρωση. Από την οπτική της Θεϊκής βίας και της αναγκαιότητάς της, στο παρόν δεν υπάρχει κανένα απολύτως κοινωνικό κίνημα αντίστασης. Υπάρχει μόνον η αναμονή της Θεϊκής βίας, η αναμονή της μεταμόρφωσής μας στην Θεϊκή βία. Ο αναγκαίος αλλά δυνητικός, μελλοντικός μας εαυτός καθιστά τον τωρινό μας εαυτό ανούσιο, ξεπερασμένο, σχεδόν ανύπαρκτο.
Πώς να χειριστούμε αυτή μας την ομολογουμένως αστεία μέσα στην κρισιμότητά της κατάσταση; Τα ζητήματα που ανοίγουν είναι πολλά και σίγουρα δεν έχω τις απαντήσεις. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μια μονόπλευρη, παραδοσιακά ρεαλιστική προσήλωση στο παρόν δεν είναι καθόλου ρεαλιστική και δεν μας πάει πολύ μακριά, καθότι το παρόν που ζούμε σήμερα, το παρόν που ζούμε για χιλιάδες χρόνια τώρα, σύντομα τελειώνει. Μιλώντας τελείως γενικά, ίσως αυτό που χρειάζεται να είναι μια σύνδεση του παρόντος με το άμεσο μέλλον, αλλά σύνδεση αντίστροφη από αυτή που ξέρουμε ως τώρα, μια σύνδεση όπου τη ρεαλιστική προτεραιότητα έχει το μέλλον κι όχι το παρόν. Μέχρι τώρα λέγαμε πάντα ότι «χωρίς το τάδε ή το δείνα στοιχείο στο παρόν μας, δεν υπάρχει μέλλον», στοιχίζαμε δηλαδή το μέλλον στη βάση του παρόντος. Σήμερα όμως ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό το αντίστροφο: Δίχως το ολότελα καινούργιο, απελευθερωμένο μέλλον της έλευσης της Θεϊκής μας βίας, δεν υπάρχει παρόν, είμαστε ήδη νεκροί και απλά περιμένουμε τον ιερέα (τη Μάνα Φύση μ’ άλλα λόγια) να το ανακοινώσει και επίσημα. Το παρόν μας έχει αξία, όχι όμως γι’ αυτό που είναι, αλλά γιατί μέσα του ζει και αναπνέει αυτό που έρχεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου