Αφιερωμένο σε όσες/όσους διώκονται ή βρίσκονται όμηροι στα χέρια του κράτους.
«Ένας αναρχικός που ικανοποιείται με τον περιορισμό των εξουσιών και εγκαταλείπει την ιδέα της κατάργησης του κράτους και της ατομικής ιδιοκτησίας, ένας αναρχικός που αποδέχεται να απολαμβάνει κάποιος τα αγαθά του και τη μικρή του ατομική ευτυχία, διάγοντας μια άνετη ζωή σε μια πλούσια χώρα, ένας αναρχικός, λέω, που αποδέχεται τα όρια τα οποία του επιβάλλει το εδραιωμένο σύστημα, δεν είναι αναρχικός, αλλά φιλελεύθερος. Και δεν θα υπάρξει μια "σχιζοφρενική συνείδηση" που να μπορεί να τον σώσει.»
- Eduardo Colombo[1]
Η αναρχία δεν είναι ιδεολογικό σύστημα, ούτε θετική πολιτικοοικονομική ή κοινωνική θεωρία. Είναι μια υποκειμενική θέση που δηλώνεται έμπρακτα. Είναι η εφαρμογή της αρχής «δεν υπάρχει καμία εκ των προτέρων νομιμοποιημένη ανώτερη αρχή» ως γενικής αρχής στην πράξη. Επιδιώκοντας την εκ βάθρων διάρρηξη των παγιωμένων κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών ρόλων, της ανισότητας, του ετεροκαθορισμού, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, η αναρχία είναι μια διαρκής επαναστατική πράξη ενάντια στην υποταγή του υποκειμένου στο αφηρημένο. Αναγνωρίζει ωστόσο το ανέφικτο κάθε τελεολογικής επαγγελίας που υπόσχεται τη νομοτελειακή έλευση του επί γης παραδείσου. Αποδεσμευμένη από τη μεσσιανική προοπτική, από κάθε λόγο περί επικείμενης λύτρωσης, η αναρχία επαναφέρει στο επίκεντρο την εδώ-και-τώρα απελευθέρωση των ζωικών δυνάμεων, της καταστροφής και της δημιουργίας.
Η αναρχία θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα του νόμου, την κυριαρχία που αυτός επικυρώνει. «Η επαναστατική Πράξη που, ως "παράνομη" πράξη, αποβλέπει στην καταστροφή των δομών της κοινωνίας και τη δημιουργία νέων πρωτότυπων τρόπων συμβίωσης, είναι η πιο ριζική έμπρακτη κριτική του Δικαίου και της κοινωνίας.»[2]
Η αναρχική θέση, από τη σκοπιά του υποκειμένου, εδραιώνεται τοπολογικά στην έλλειψη ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, στη συνειδητή εξάλειψη της παγιωμένης «μορφής» μέσω της «ριζικής έμπρακτης κριτικής» – δηλαδή του σημαίνοντος της «πολιτικής τάξης», όπως αυτή συναρθρώνεται στην οργανωμένη σε κράτος κοινωνία και επιβάλλεται μέσω του νόμου, της καθολικής κανονιστικής προσταγής που καταστέλλει την επιθυμία, δίνοντας προτεραιότητα στην «υποχρέωση» και το «καθήκον», στην «υπακοή» και την «τιμωρία». Να είσαι αναρχικός σημαίνει να εντοπίζεις τον ανταγωνισμό για τον αυτοπροσδιορισμό του ποιείν/πράττειν πέρα από τον επικαθορισμό του νόμου, να βρίσκεσαι σε ρήξη δηλαδή με την ήδη διαμορφωμένη κοινωνική σύμβαση και τον κοινωνικό έλεγχο μέσα στην καπιταλιστική σχέση (τη μορφή-κράτος, τη μορφή-εμπόρευμα, τη μορφή-χρήμα), όπως επίσης και στην πατριαρχική σχέση, και να δρας αναλόγως. Να αντιστέκεσαι στους μηχανισμούς που νομιμοποιούν τη «μεταβίβαση» της εξουσίας, να απορρίπτεις τον ετεροπροσδιορισμό ο οποίος στο «όνομα του πολίτη», και τα συνακόλουθα «δικαιώματα» και «καθήκοντα» που απορρέουν από αυτή τη «βάφτιση», επιβάλει την κυριαρχία. Να μην υποκύπτεις στο ψευδοδίλημμα που θέτει αντίκρυ, σαν δύο ξέχωρα μεταξύ τους πράγματα, το δίκαιο και την αλήθεια.
Καμία δυιστική αντίθεση που φυσικοποιείται, αποκτά υπόσταση και λαμβάνει θέση οντολογικού σημαίνοντος μέσα στις σχέσεις εξουσίας, ήτοι μια συγκεκριμένη μορφή ατομικού κυριαρχικού δικαιώματος που «επικυρώνεται» και «προστατεύεται» από το νόμο (βλ. π.χ. το «δικαίωμα» στην ιδιοκτησία), δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή a priori ως ικανή συνθήκη για την κοινωνική συγκρότηση και τη θεμελίωση ενός εθελούσιου κοινωνικού δεσμού. Το σύμπτωμα, που φανερώνει την εγγενή αντίφαση της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας, τα εσαεί ασυμβίβαστα, ανταγωνιστικά συμφέροντα «πολίτη» και «ιδιώτη», δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να εκλογικευτεί. Εμμένει σθεναρά στην παθογενή φύση του ως απόρριμμα, αν και ρητώς δεν αναγνωρίζεται ποτέ σαν τέτοιο από τους κυβερνώντες, αντιθέτως, αποτελεί ένα θέμα προς συνεχή «διαπραγμάτευση» μέσα στο πλαίσιο της κορπορατιστικής αντίληψης για το κράτος.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, πρώτιστο «καθήκον» του αναρχικού είναι να δρα με τέτοιο τρόπο, ώστε να διευρύνει και να διατηρεί πάση θυσία χαώδες το ρήγμα στις σχέσεις κυβερνητών και κυβερνώμενων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευόμενων, «κυρίων» και «δούλων», με στόχο να οξύνει τον ανταγωνισμό στα έσχατα όριά του: τη διάλυση της συγκεκριμένης κοινωνικής δομής και της καπιταλιστικής σχέσης. Μην υπακούοντας στις προσταγές του «δικαίου» των ισχυρών και των ιδιωτών, που ορίζεται πάνω στη βάση του αποκλεισμού και του μονοπωλίου, με πλήρη ασέβεια στην «έννομη τάξη» και την ηγεμονία, έχοντας εκ των προτέρων απόλυτη επίγνωση των συνεπειών αυτής της επιλογής, ο αναρχικός πραγματώνει αυτό που αρχικά φαίνεται παράδοξο: επιτίθεται καταστροφικά στην «κοινωνία», εννοούμενη ως απόλυτη αφαίρεση, για να διασώσει την κοινωνικότητα στη συγκεκριμένη βιοπρακτική, στη διαρκή επαναστατική πράξη της καθημερινότητας, στις αδιαμεσολάβητες ανθρώπινες σχέσεις: την ελευθερία, την ισότητα, τον αλληλοσεβασμό και την αλληλεγγύη.
Αυτή η επανεδαφικοποίηση της επιθυμίας μέσα στην καθημερινή ζωή, σημαίνει σε μια πρώτη φάση την απαγκίστρωση από την ιδέα της ιστορικής νομοτέλειας, από κάθε είδος ιστορικού πεπρωμένου, από κάθε τελεολογία. Σημαίνει επίσης τον αποφενακισμό του κοινωνικού σημαίνοντος ως «μεγάλου Άλλου», ως θεσμισμένης βίας η οποία νομιμοποιείται να επιβάλει καθολικά την κανονιστική προσταγή. Στη θέση μιας αλλότριας «κοινωνίας υπό το νόμο» (του θεού, του πατέρα, του κεφαλαίου, του κράτους), ο αναρχικός οραματίζεται την ελεύθερη και ισότιμη συνεργασία μέσα στην αυτόνομη συλλογικότητα. Και «αυτή η ελευθερία είναι μια διαρκής και χωρίς ανακωχή πάλη, ακόμη κι αν βρισκόμαστε σε μια αναρχική κοινωνία. Πάλη εναντίον αυτού που υφίσταται, του εδραιωμένου υπάρχοντος, προκειμένου να δοθεί χώρος σ' αυτό που δεν έχει εμφανιστεί ακόμη».[3]
[1] Eduardo Colombo, Είμαι αναρχικός!, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαράς, Ελευθεριακή Κουλτούρα - Το Μοναστήρι του Θελήματος 17, Αθήνα 2003, σ. 15.
[2] Μανόλης Λαμπρίδης [1975], Η σύγκρουση με το Νόμο ως έμπρακτη κριτική του Δικαίου και το συναίσθημα ενοχής, β΄ έκδ., Έρασμος, Αθήνα 2003, σ. 11-12.
[3] Eduardo Colombo, ό.π., σ. 14.
1 σχόλιο:
αντε να ερθει γρηγορα και το δευτερο μερος.
Δημοσίευση σχολίου