... Όσο για εκείνα τα καλόπαιδα, που «στα δεκαπέντε τους σύχναζαν στου Στρέφη και διάβαζαν Μπακούνιν πίνοντας μαυροδάφνη», πρόκειται φαίνεται για το αρκετά συνηθισμένο είδος ανθρώπων στους οποίους η μαυροδάφνη είχε μεγαλύτερη επίδραση απ' ό,τι ο Μπακούνιν. Προτίμησαν την αποχαυνωτική ζάλη του κρασιού από την έξαψη των μολότοφ. Και την ασφαλή αμφισβήτηση που προσφέρει η ναρκισσιστική καταφυγή στο φαντασιακό του «καταραμένου» από το ρίσκο της πραγματικής εμπλοκής στους αγώνες.
Διόλου πρωτότυπο. Οι μοσχαναθρεμμένοι γόνοι της μεσοανώτερης τάξης έβγαλαν τη γλώσσα στους γονείς τους με ανώδυνη αυθάδεια – επέλεξαν να κάνουν την επανάστασή τους γλεντοκοπώντας μέχρι τελικής πτώσεως. Σπουδαία τα λάχανα... Οι «αγώνες» τους αφορούσαν τη δημιουργία μιας κοινωνικά εξαργυρώσιμης ταυτότητας και τίποτε άλλο. Μάζευαν εύσημα για το βιογραφικό τους. Στα τριάντα πέντε και τους, ώριμοι πια και καλά βολεμένοι στο σύστημα, μπορούν να επαίρονται για την αντοχή τους στο μεθύσι και στην οσφυοκαμψία, δεν έχουν όμως κανένα λόγο να κοκορεύονται για την πολιτική τους οξυδέρκεια, πόσο δε για την πολιτική τους στάση.
Αν και ντύνονται ακόμη και τώρα στα μαύρα –life style απόηχος των νεανικών αναγνωσμάτων πιθανώς–, θα τους ταίριαζε γάντι η πορφυρή τήβεννος της αυθεντίας, αλλά και το πολύχρωμο ρούχο του παλιάτσου της εξουσίας – ενίοτε δε, θα τους πήγαινε και η λιβρέα του λακέ, του πειθήνιου υπηρέτη των πιο ισχυρών συμφερόντων. Από την άλλη, το μη-χρώμα που προτιμούν, το μαύρο, μπορεί να σημαίνει την ουδέτερη θέση του επαμφοτερίζοντος, ή την ευάλωτη ευστάθεια στη σκοτοδίνη του μεθυσμένου. Να συγκαλύπτει δηλαδή σαν μαύρο πέπλο τον καιροσκοπισμό τους και την απύθμενη κενότητα της ματαιοδοξίας τους.
Κανένα ρούχο ωστόσο δεν μπορεί να κρύψει τη γύμνια τους. Όταν σήκωσαν τα χέρια ψηλά, παραδιδόμενοι αμαχητί στη σύμβαση, τους έπεσαν τα σώβρακα.
Φάνηκε η μηδαμινότητα των επιχειρημάτων που σήμερα επικαλούνται, πασχίζοντας να επιδείξουν το σθένος της πολιτικής τους συνείδησης και τη δημοκρατική τους ευαισθησία. Ο «διάλογος» είναι το νέο φετίχ που λατρεύουν. Ένας διάλογος που πνίγεται στα ευφυολογήματα, στον κομφορμισμό και στη φενάκη. Στην καθώς πρέπει φιλελεύθερη ρητορική της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας», στο βαλτώδες έδαφος των «ατομικών δικαιωμάτων»σ.
Έχουν ξεπεράσει κάθε αφελή ιδεολογία των πληβείων και κάθε κοινωνική σύγκρουση προκειμένου να προσδώσουν τερατώδες κύρος στην ευγένεια, αυτή την προσομοίωση της παρρησίας και του ήθους. Πράγματι, έχουν δίκιο: μπορείς να καταρρακώσεις κάποιον με τον πιο ευγενικό τρόπο, δεν μπορείς όμως ποτέ να επαναστατήσεις κρατώντας τα προσχήματα. Στην ευτοπία της ευγένειας κάθε αγκάθι ξεριζώνεται, κάθε οργισμένη αντίδραση διαγράφεται, κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά στιγματίζεται. Στην εικονική επικράτειά της, η ψυχραιμία, το να είσαι «cool», σχεδόν ψοφίμι, έχει αναγορευτεί σε ύψιστη αρετή, και ανταμείβεται δεόντως.
Για τους ευγενείς (τους γόνους της «αριστοκρατίας» με την ευρύτερη έννοια), οι διαμάχες αφορούν περισσότερο σε αγώνες πολιτικού τένις, όπου ανταλλάσσονται σφοδρά επιχειρήματα και στρογγυλές γνώμες εκατέρωθεν του φιλέ, μέσα στο πλαίσιο των κανόνων του παιχνιδιού και υπό το άγρυπνο βλέμμα του φιλοθεάμονος κοινού και του διαιτητή, παρά σε πραγματικές συγκρούσεις στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού με υλικό κόστος και απώλειες. Είναι προφανές ότι τους τρομοκρατεί η ιδέα του χάους, της ανεξέλεγκτης ορμής της εξέγερσης που σαρώνει κάθε αστική πρόφαση ευγένειας τινάζοντας στον αέρα την επίφαση του εξευγενισμένου διαλόγου. Αυτός είναι ο λόγος που, με αυτεπίγνωση των επιλογών τους, όντας κυνικοί, πασχίζουν να συντηρούν την προσομοίωση. Και να την πλασάρουν με κάθε ευκαιρία ως αναπόφευκτη ανθρώπινη κατάσταση ή, ακόμα χειρότερα, ως εποποιία του σύγχρονου πολιτισμού.
Ο «διάλογός» τους λοιπόν είναι στιλπνή διαφήμιση της κατεστημένης τάξης πραγμάτων, που σε κάθε νέα εκδοχή της εμφανίζεται βελτιωμένη, σαν τα απορρυπαντικά ρούχων. Πασχίζουν να ξεπλύνουν τα στίγματα του ανορθολογισμού, μα εκείνα παραμένουν ανεξίτηλα. Το καθαρτήριο του διαλόγου είναι η δική τους είσοδος στην Κόλαση, αν και οι ίδιοι πιστεύουν ότι κρατάνε το κλειδί για την πύλη του Παραδείσου και το κουνάνε με περισσή αλαζονεία μπροστά στα μούτρα μας.
Αν είχαν διδαχτεί κάτι από τον γέρο-Μπακούνιν, αν μη τι άλλο δεν θα βρίσκονταν σε αυτή τη γελοία θέση σήμερα: να φιγουράρουν σαν κορδωμένοι θυρωροί που ελέγχουν την είσοδο στον εικονικό παράδεισο που οι ίδιοι έχουν κατασκευάσει. Αν είχαν ακούσει τον γέρο-Μπακούνιν, θα είχαν απορρίψει συνειδητά, τόσο τη μεταφυσική του παραδείσου όσο και τη φυσική του ελέγχου και της ισχύος. Και δεν θα αναζητούσαν χορηγούς στη ματαιοδοξία τους, αλλά συντρόφους και συμμάχους στον αγώνα για την αξιοπρέπειά τους.
1 σχόλιο:
Και ποιος σου είπε ότι ο κόσμος θέλει να τον σώσεις ; Ο περισσότερος κόσμος σε έχει γραμμένο εκεί που δεν πιάνει μελάνι.
Δημοσίευση σχολίου