Η αθλιότητα της καθεστωτικής διανόησης

Μόλις προχθές, το βαρύ πυροβολικό της καθεστωτικής διανόησης συντάχτηκε και εξαπέλυσε από το οχυρό της αστικής κουλτούρας ηχηρή ομοβροντία, με τη μορφή κοινού κειμένου στην «Ελευθεροτυπία», κατά του «αίσχους της βίας» των «αυτοαποκαλούμενων “παρεμβάσεων”» που γίνονται αυτές τις μέρες στη διάρκεια θεατρικών παραστάσεων, αρχής γενομένης κατά την πρεμιέρα της παράσταση «Ρομπέρτο Τσούκο» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ωστόσο, οι πύρινες βολές των Απόστολου Δοξιάδη, Τάκη Θεοδωρόπουλου και Πέτρου Μάρκαρη, αναγνωρισμένων συγγραφέων που τα βιβλία τους πλασάρονται ψηλά στις λίστες των ευπώλητων κι έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, αστέρων σε ένα στερέωμα που θυμίζει τον χιλιομπαλωμένο μπερντέ του Καραγκιόζη, αστόχησαν παταγωδώς, καταρρακώνοντας επιπλέον το από πολλού τρωθέν κύρος αυτών και των ομοίων τους. Βάλλοντας κατά των εξεγερμένων με τα σκουριασμένα επιχειρήματά τους επιβεβαιώνουν πόσο ανυπόληπτοι είναι (ευτυχώς!) στα μάτια της νέας γενιάς, όταν με βδελυγμία αποδοκιμάζουν τις αντιδράσεις της για να χαϊδέψουν τ’ αυτιά του βολεμένου και κομφορμιστικού κοινού τους, ανταποδίδοντας προφανώς την «αναγνώριση» ως οφείλουν.
Όμως, αν και εμφανίζονται σαν τους Τρεις Σωματοφύλακες του φιλελεύθερου διαφωτιστικού Λόγου (ο μαθηματικός Δοξιάδης εκπροσωπεί την [επιστημονική] Γνώση, ο «καλλιτέχνης» Θεοδωρόπουλος την [υψηλή] Αισθητική, και ο «αστυνόμος» Μάρκαρης την [νομοκανονιστική] Ηθική), στην πραγματικότητα δεν μπορούν να συγκαλύψουν την πικρία των ηθικά ηττημένων που ξεχειλίζει περίσσια από το κείμενό τους. Επικαλούνται το «κοινωνικό μας συμβόλαιο»(;) ως κανονιστικό πλαίσιο της ζωής και της τέχνης, και εγκαλούν στην τάξη όσους το παραβαίνουν. Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε ότι το συμβόλαιο αυτό δεν είναι εξαρχής ψευδεπίγραφο, ότι δήθεν υπογράφεται απ’ όλους προς το καλό όλων, ξεχνούν να μας πουν για τα «ψιλά γράμματα» και τις ρητορικές λαθροχειρίες των συντακτών του συμβολαίου, καθώς επίσης και για εκείνους που πρώτοι παρενέβησαν τους όρους του και θέλουν τώρα να τιμωρήσουν όσους με αγανάκτηση τους ακολούθησαν.
Ο ξεδιάντροπα λαϊκίστικος χαρακτήρας της παρέμβασής των τριών επιβεβαιώνεται από την αμετροεπή τρομολαγνεία τους. Σαν τους δημαγωγούς του χειρίστου είδους, απροκάλυπτα ταγμένοι στην ιδεολογία των ισχυρών, μαραγκιασμένα απολειφάδια μια κάποτε σφριγηλής και ανένδοτης στη στάση της απέναντι στην εξουσία διανόησης, αυτοί οι χωρίς ηθικό έρμα και κοινωνικό έρεισμα «πνευματικοί ταγοί» του τρομαγμένου όχλου των καταναλωτών, απευθύνονται στα χειρότερα των ενστίκτων του πλήθους. Τρομοκρατώντας παρά διαμαρτυρόμενοι, διερωτώνται αναίσχυντα για τους εξεγερμένους: «τι μας λέει ότι δεν θα δούμε μεθαύριο τους ίδιους ή άλλους να καίνε βιβλία ή να επιχειρούν να ορίσουν το τι θα λέμε και τι θα σκεφτόμαστε;» Και συνεχίζουν, με απειλητικό ύφος και δασκαλίστικη ζέση, να εγκαλούν τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν ενεργά στις διαμαρτυρίες να σεβαστούν τη «δημοκρατική» τάξη, αφού είναι «λιγότερο ή περισσότερο πλουσιοπάροχα επιχορηγούμενοι από τους φόρους μας», θεωρώντας προφανώς ότι για το λόγο αυτό έχουμε κάθε δικαίωμα να τους επιπλήττουμε και να τους ζητάμε να συμμορφωθούν, να μη σπάνε τις βιτρίνες και τις «βιτρίνες». Να απαιτούμε να πάψουν πια να μας ταράζουν με τα ακατανόητα καμώματά τους, να πάψουν επιτέλους να αμφισβητούν «ανενδοίαστα την ουσία της ίδιας της δημοκρατίας, με την επίθεση στην καρδιά της, που είναι η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της έκφρασης, που αντιπροσωπεύει η τέχνη».
Το ότι οι τρεις συγγραφείς διαρρηγνύουν υποκριτικά τα ιμάτιά τους για την «ελευθερία της έκφρασης» (η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν είδαμε να βάλλεται από κάποιους πέραν του κατεστημένου στο οποίο και οι ίδιοι ολόψυχα ανήκουν), και βλέπουν κάθε αντίδραση στη μακαριότητά τους ως εχθρική υποκίνηση που στόχο έχει να καταλύσει την τάξη και την αρμονία του γυάλινου κόσμου τους, δεν μας προκαλεί φυσικά κατάπληξη. Όταν στέκεσαι όπως αυτοί πίσω από τις βιτρίνες της αγοράς και πίσω από τις οθόνες των τηλεοράσεων, εξέχων και διακεκριμένος, ο κόσμος μοιάζει λαμπερός, συμφιλιωμένος και εύτακτος• το γυαλί σε προστατεύει από τη συγκαλυμμένη καθημερινή βία που βιώνουμε οι περισσότεροι από εμάς που δεν έχουμε ανάλογα προνόμια. Η συναίνεση μοιάζει δεδομένη – το επιβεβαιώνει η προσήλωση όλων μας στον γυάλινο κόσμο άλλωστε, απ’ όποια μεριά του γυαλιού κι αν βρισκόμαστε. Τι γίνεται όμως όταν σπάνε (κυριολεκτικά όσο και συμβολικά) οι βιτρίνες και διασαλεύεται η κατεστημένη τάξη; Τότε αποκαλύπτεται –φευ! – ότι τα φαντάσματα εκεί έξω λυσσομανούν και ο φόβος αναπόφευκτα φτάνει ως το μεδούλι. Είναι η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις πού θα ταχτείς και τι θέση θα πάρεις. Και αυτοί έχουν από καιρό επιλέξει να γίνουν οι Σωματοφύλακες του κατεστημένου, του κόσμου που αρέσκεται να καθρεφτίζεται αυτάρεσκα στις γυάλινες επιφάνειες – διαφανείς αν εστιάσεις μακριά, μέσα από αυτές, αυτοανακλαστικές αν το βλέμμα σου προσηλωθεί στην επιφάνειά τους.
Οι τρεις Σωματοφύλακες-υπερασπιστές του χρυσελεφάντινου πύργου της υψηλής τέχνης –την ιερότητα του οποίου βεβήλωσαν υποτίθεται οι βάρβαροι, οι απολίτιστοι που τόλμησαν να εξεγερθούν–, εκτός από την ευγενή καταγωγή τους θέλουν να επιδείξουν γενναιοφροσύνη και πνευματικό σθένος, όπως αρμόζει να κάνουν οι «διανοούμενοι» στις ζοφερές περιστάσεις, όταν ο κίνδυνος ανατροπής των δεδομένων (και των βολεμένων) είναι κάτι παραπάνω από μια αφηρημένη απειλή, απλώς μια μακρινή σκιά στον ορίζοντα. Οι εξεγερμένοι των ελληνικών πόλεων, μαθητές, φοιτητές, παραβατικοί, μετανάστες, εργαζόμενοι, αποκλεισμένοι, αυτά τα οργισμένα υποκείμενα που έδωσαν αίφνης σάρκα και πνεύμα στη μέχρι πρότινος άμορφη σκιά, στο φάντασμα που εδώ και καιρό πλανάται πάνω από τον πλανήτη, είναι γι’ αυτούς τα μιάσματα («απόβλητοι της κοινωνίας», όπως τους θέλουν κάποιοι εξίσου φωτισμένοι πολιτικοί μας), που προκαλούν το κοινό αίσθημα με την ανάρμοστη συμπεριφορά τους. Απ’ ό,τι φάνηκε από τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες, δεν θέλουν να κάθονται φρόνιμα στ’ αυγά τους και να παρακολουθούν την παράσταση της ζωής τους να παίζεται ερήμην τους, μπροστά στα μάτια τους, το θεατρικό έργο κάποιας συγγραφικής ιδιοφυΐας, διευθυνόμενο με απαράμιλλο οίστρο, αν και με μια δόση σαδισμού απέναντι στους χαρακτήρες, από έναν εξίσου εμπνευσμένο σκηνοθέτη. Παραβαίνουν τον κανόνα, δεν θέλουν να συμπεριληφθούν στην δική «μας» κοινωνία. Ας τους εξοστρακίσουμε λοιπόν…
Αλήθεια, «πού μπαίνει το όριο σε αυτή την κωμικοτραγική “πολιτιστική επανάσταση” των απολίτιστων;» Φωνάζουν, σπάνε και καίνε, πετάνε πέτρες και μολότοφ, οργανώνουν πορείες, καταλήψεις, ανοιχτές συνελεύσεις, συγκρούονται με τους μπάτσους, τους φασίστες και τους παρακρατικούς, φτιάχνουν πανό, γράφουν κείμενα, σχεδιάζουν εικόνες, δράσεις και χάπενινγκ, επινοούν συνθήματα και μη συμβατικούς τρόπους επικοινωνίας και οργάνωσης, συμμετέχουν, γελούν, ελπίζουν, συζητούν, ονειρεύονται και διατρανώνουν την αλληλεγγύη τους, παρεμβαίνοντας ενεργά στη σκηνοθεσία όσο και στο ίδιο το έργο της ζωής τους. Ποιοι είναι όλοι αυτοί, και τι να θέλουν άραγε; Γιατί μιλούν για αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη και ελευθερία; Τι γλώσσα ακατανόητη αν και παράδοξα οικεία είναι αυτή που χρησιμοποιούν; Γιατί γελάνε, αστειεύονται και ενίοτε θυμώνουν; Και γιατί είναι τόσοι πολλοί και τόσο ανεξέλεγκτοι πια;
Τι ακριβώς είναι αυτό που εγείρει τη μήνιν των τριών κομψευόμενων διανοούμενων; Ότι «ανεχόμαστε αγόγγυστα την κάθε ομάδα “επαναστατημένων” νεαρών να μαγαρίζει(!) ανενόχλητα την Ακρόπολη»; Ότι λερώθηκαν με σπρέι οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι του «καινούργιου, καθαρού φουαγιέ»(!) του Εθνικού; Ότι κάποιες θεατρικές παραστάσεις διακόπηκαν και κάποιοι ενοχλήθηκαν γιατί τους χάλασε η βραδιά; Ότι ακούστηκε ο οργισμένος λόγος ανθρώπων που δεν υποδύονταν το ρόλο για τον οποίο τους είχαν προορίσει; Ότι οι ίδιοι και οι όμοιοί τους δεν αποτελούν πια το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και ότι η τέχνη τους πνέει τα λοίσθια μαζί με τη νομιμοποίηση της «κοινωνίας» μας; Ότι αμφισβητούνται τα θέσφατα του «πολιτισμού» μας; Ότι κάποιοι –νέα και ωραία αγόρια και κορίτσια κυρίως– αμφισβητούν έμπρακτα κάθε είδος διαμεσολάβησης και χειραγώγησης και εξεγείρονται ενάντια στον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία τους;
Ας αφήσουν κατά μέρους τις ρητορικές νουθεσίες και ας μας πουν επιτέλους ξεκάθαρα τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη τους διακυβεύεται σε αυτή την εξέγερση. Τι είναι αυτό που κινδυνεύει από αυτήν και που αξίζει να το διασώσουμε. Οι «εκ του ασφαλούς αντι-εξουσιαστές» πήραν θέση και ανέλαβαν την ευθύνη των λόγων και των πράξεών τους. Διατράνωσαν την αντίθεσή τους στη βαρβαρότητα, λόγω και έργω. Και κάποιοι από αυτούς θα πληρώσουν την εξέγερσή τους με βαρύ τίμημα. Ό,τι κι αν κατηγορούνται ότι δήθεν έπραξαν, ωστόσο, δεν είναι αυτοί που κακοποιούν και δικάζουν ανήλικα παιδιά με τρομονόμους, κι ούτε πάλι είναι αυτοί που οδηγούν ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην ανέχεια, στο περιθώριο και την απελπισία. Όπως επίσης δεν είναι αυτοί που ληστεύουν με κάθε μέσο και τρόπο (νομιμοφανώς πάντα!) τον κοινωνικό πλούτο, καταστρέφοντας ολοσχερώς τους ανθρώπους, την κοινωνία και το περιβάλλον.
Ο μηχανισμός που παρέταξε ορδές μπάτσων για να φυλάξουν το γελοίο δέντρο του δημάρχου Κακλαμάνη στην πλατεία του Συντάγματος δεν προστάτεψε ούτε την Πάρνηθα, ούτε τη μισή Πελοπόννησο όταν παραδόθηκαν στις φλόγες από τα «νόμιμα επιχειρηματικά συμφέροντα». Οι ευφυείς συγγραφείς μας δεν οσμίζονται τάχα μου τι γίνεται τώρα στον Ελαιώνα, παρά τη βρώμα που ζέχνει… Οι λαλίστατοι απολογητές της «νομιμότητας» και των αρχών της «κοινής μας ζωής» καταπίνουν τη γλώσσα τους και περί άλλα τυρβάζουν όταν θα έπρεπε να μιλήσουν, αν όχι να κραυγάσουν. Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι η αγωγή και η παιδεία τους δεν τους επιτρέπει να εξεγείρονται, θεωρώντας κάθε μορφή εξέγερσης «ανορθολογική» και επικίνδυνη, μη συναφή με τους καλούς τρόπους των καλλιεργημένων αστών, αν και υποτιμούν τις αιματηρές επαναστάσεις με τις οποίες οι ίδιοι επιβλήθηκαν. Δεν κραυγάζουν ποτέ, ακόμα κι όταν η οργή τούς πνίγει. Αντ’ αυτού, φροντίζουν με το κομψό ύφος και τον μειλίχιο τόνο τους, επικαλούμενοι τα υψηλά ιδανικά και την κοινωνία «μας», να κάνουν εξίσου καλά, αν όχι και καλύτερα, ό,τι άλλοι (παπάδες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, πανεπιστημιακοί, κομματικά στελέχη, κ.λπ. κ.λπ.) κάνουν με πιο άκομψο και χυδαίο τρόπο. Να υπερασπίζονται δηλαδή από τη θέση των προνομιούχων την σάπια και άδικη τάξη πραγμάτων και να σπιλώνουν κάθε εναντίωση σε αυτήν, συκοφαντώντας και διαβάλλοντας τους αγώνες των ανθρώπων που εξεγείρονται. Χωρίς να το καταλαβαίνουν, ωστόσο, καταβαραθρώνονται οι ίδιοι στο χάσμα που άνοιξε η ανοησία τους και η αφ’ υψηλού θεώρησή τους, η οίηση και η αηδία που εξέφρασαν. Οι «καλλιγραφίες» τους αιωρούνται μετέωρες, λίγο άσχετες λίγο ελαφρές, παραμένουν ιπτάμενες, αλγεινές και αποκομμένες από την αντίδρασή μας στα γεγονότα και τη συμμετοχή μας στην εξέγερση. Ας μείνουν, λοιπόν, έμπλεοι απορίας, να κοιτάζουν καθώς τους προσπερνάμε. Ο πολιτισμός τους είναι η βαριά σιδερένια αλυσίδα που τους καθηλώνει. Ίσως να ήθελαν, μα δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Είναι φυλακισμένοι στον πύργο τους κι εκεί θα μείνουν, μίζεροι και μόνοι, με έσχατη συντροφιά την ηχώ των κούφιων λέξεων της στιλπνής πρόζας τους, να υπερασπίζονται τα άδεια πλέον από το σφρίγος της ζωής τείχη. Αυτά θα γίνουν αναπόφευκτα και ο τάφος τους… Τα λόγια τους σαν ψίθυρος θα σβήσουν και κανείς δεν θα τα μνημονεύει πια.
Τους προσπερνάμε και τους λέμε ότι αρνιόμαστε από δω και μπρος να ζήσουμε με τις ψευδαισθήσεις που αφειδώς μας πουλάνε. Γευτήκαμε την πραγματική ελευθερία, και το μεθύσι της μας έχει συνεπάρει τόσο που για μας δεν υπάρχει επιστροφή στην «ομαλή ζωή» που αυτοί χαίρονται να διαφημίζουν. Δεν τους χαρίζουμε τίποτα! Δεν τους χαρίζουμε τις μικρές στιγμές της νίκης μας, την επανάκτηση της αξιοπρέπειάς μας. Δεν τους χαρίζουμε καν τον οίκτο μας. Όσο σφοδρά κι αν βάλλουν με τα κανόνια τους δεν μπορούν πια να μας πλήξουν. Είμαστε άτρωτοι, γιατί είμαστε πολλοί, αλληλέγγυοι και αποφασισμένοι!

8 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καταρχάς, καλώς δημοσιεύθηκε το κείμενο από την «Ελευθεροτυπία», για να γνωρίζουμε ποιος είναι ποιος και τι ρόλο βαράει. Στη συνέχεια, μερικές εύλογες απορίες που προκαλεί είναι οι εξής:

Οι τρεις λένε ότι η καρδιά της δημοκρατίας είναι η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της έκφρασης. Well said. Όταν λοιπόν μόνο οι ισχυροί έχουν τη δυνατότητα να εκφράζονται ελεύθερα δημοσίως, τότε δεν υπάρχει δημοκρατικό έλλειμμα; Και όταν κάποιοι τολμηροί προβαίνουν σε καταλήψεις και παρεμβάσεις για να ακουστεί επιτέλους και η δική τους άποψη και να μπορέσουν να ανασκευάσουν τις συκοφαντίες, τότε αυτές οι ενέργειες δεν συνιστούν προσπάθειες αποκατάστασης της λαβωμένης δημοκρατίας;

Πώς ακριβώς μαγαρίστηκε η Ακρόπολη;

Η τελευταία παράγραφος συνιστά απειλή προς διευθυντές θεατρικών σκηνών, ηθοποιούς, σκηνοθέτες κ.ά. που δεν αντιδρούν στις παρεμβάσεις ότι θα πάρουν πόδι ή ότι θα τους κοπεί η επιχορήγηση. Αλήθεια, από ποια θέση απειλούν αυτοί που απειλούν; Εκτός από τους τρεις, οι υπόλοιποι που έχουμε διαφορετική άποψη δεν πληρώνουμε φόρους;

Οι τρεις λένε ότι η τήρηση του κοινωνικού συμβολαίου επιτάσσει σεβασμό στο κοινό αίσθημα. Και ποιο είναι το κοινό αίσθημα, η καταδίκη του ξεσηκωμού ενάντια στην κατάφωρη αδικία; Ποιος το λέει αυτό, τα ΜΜΕ που δουλειά τους είναι να υποστηρίζουν τα άνομα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών; Το κοινό αίσθημα εκφράστηκε και θα εκφραστεί ξανά στον δρόμο, δεν περιμένει τα φερέφωνα ενός άδικου και σαθρού συστήματος να το διερμηνεύσουν.

Ανώνυμος είπε...

έτσι είναι τα πράγματα και πολύ πληκτρολόγηση έπεσε θα έλεγα μάλλον για το τρίο studges...

Ανώνυμος είπε...

Μιχάλη νομίζω ότι παράβλεψες ότι λίγο πριν την δημοσίευση του κειμένου των τριών «αστών» διανοούμενων εκατόν δέκα ηθοποιοί όλων των γενιών συνυπέγραψαν κείμενο συμπαράστασης προς τις πάσης φύσεως εκδηλώσεις των διαδηλωτών. Η πλειοψηφία των 110 έναντι των 3 μήπως αγχώνεται να πείσει τη νεολαία ότι συμπορεύεται για να μην μπει στην «μαύρη λίστα» που με φοβερό ζήλο συμπληρώνουν οι παραριστεριστές όπως έπρατταν παλαιοτέρα οι χουντικοί? Δεν έχω το δικαίωμα να προσάψω κάποια κατηγορία σε κάποιον που υποστηρίζει το σύνολο των διαμαρτυριών αλλά ασφαλώς ο καθένας από μας έχει το δικαίωμα να μην συμφωνεί με κάποιες από τις συμπεριφορές των «εξαθλιωμένων» παιδιών που τώρα έχουν εισέρθει στην οικογενειακή εστία και μασουλούν κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Οι πραγματικά εξαθλιωμένοι δεν είχαν το κουράγιο να κατεβαίνουν στις διαδηλώσεις καθημερινά δυο και τρεις φορές στην διάρκεια του εικοσιτετράωρου και μάλλον δεν παρέλασαν ποτέ, γιατί κυνηγούσαν το μεροκάματο των 10 -15 ευρώ δουλεύοντας σε άθλιες συνθήκες ακόμα και τα σαββατοκύριακα και δεν το ρισκάρουν να τιμωρήσουν το μισοάδειο τους στομάχι . Η διαφορά με την αυθόρμητη εξέγερση των ωραίων αγοριών και κοριτσιών όπως επισημαίνεις Μιχάλη είναι ότι οι κακόμοιροι οι μετανάστες δεν μπορούν να είναι τόσο όμορφοι γιατί δεν έχουν το χρόνο και το χρήμα να πάνε στο γυμναστήριο η στο κομμωτήριο πριν την πορεία . Επίσης ξέρουν ότι σε πιθανά κονταροχτυπήματα με τους αστυνομικούς θα φάνε χοντρό ξύλο , δεν εκπροσωπούν κάποιο υπολογίσιμο κοινωνικό σώμα και δεν έχουν διαθέσιμο κάποιον τηλεδικηγόρο για να τους υπερασπιστεί . θέλω να καταλάβεις ότι δεν είμαστε όλοι μικροαστοί όταν δεν συμφωνούμε με κάποιες από τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των «εξαθλιωμένων» των προαστίων . Η τέχνη λειτουργεί ανεξάρτητα από τις θεαματικές απόπειρες ενός ακτιβισμού που λειτούργει σαν πυροτέχνημα και δεν προσφέρει κάτι μονιμότερο ανατρεπτικό για το ίδιο το σύστημα. Δεν έχει να απολογηθεί σε κανένα γκρουπούσκουλο , μπορεί να είναι αντιδραστική μπορεί να είναι επαναστατική, μπορεί να είναι Ezra Pound και Mayakovsky μαζί.
Δεν είμαι θιασώτης των τριών συγγραφέων που υπογραφούν το κείμενο και οι οποίοι μπορεί πράγματι να εκπροσωπούν την καθεστωτική τέχνη αλλά δεν θα τους κάψουμε ούτε συμβολικά ούτε κυριολεκτικά . Όμως πολύ περισσότερο δεν είμαι φαν της καφρίλας. Γνωρίζεις ότι μου είναι αδιάφορο αν θα χρωματιστεί με κόκκινο σπρέι το φουαγιέ του εθνικού θεάτρου αλλά τελικά αυτή η αδιαφορία κάτι σημαίνει τουλάχιστον για μένα: ότι ο τσαμπουκάς τους φτάνει μέχρι εκεί, στην επιφάνεια ..λίγο μπογιές, το σπάσιμο κάποιας βιτρίνας , το ανελέητο χυδαίο βρίσιμο σε κάποιον φουκαρά αστυνομικό. Γιατί ξέρω ότι την επόμενη μέρα τα πράγματα θα παραμείνουν ακριβώς όπως ήταν. Τα ίδια παιδιά θα εκτονωθούν λίγο αργότερα στα μπουζουξίδικα και το ποδόσφαιρο και μεγαλώνοντας θα ψηφίσουν τον Κωστάκη η το Γιωργάκη η ακόμη χειρότερα το σημερινό μικρομέγαλο της αριστεράς Αλέξη. Σχετικά με το σύνθημα κορίνθιε και art tale “σκατά στους κουλτουριάρηδες «συμφωνώ οτ υπάρχει μια απόσταση από το «κάψτε τους κ..», πιθανότατα δεν γράφτηκε ποτέ, τουλάχιστον όχι ακόμα
Κωστής Βελώνης

Ανώνυμος είπε...

Μαθητές, φοιτητές, άνεργοι νέοι είχαν και τον χρόνο και τη δύναμη και κυρίως τους λόγους για να κατέβουν στον δρόμο, στις καταλήψεις και στις συνελεύσεις, και να αντιδράσουν όπως αντέδρασαν. Μακάρι να είχα μπορέσει να κατέβω μαζί τους κι εγώ ο σκλάβος του 10ωρου και ενίοτε 12ωρου με τις απλήρωτες υπερωρίες.

Ανώνυμος είπε...

@ dark side
Μην ξεχνάς και τους (πρώην) εργαζόμενους που παράτησαν τις δουλειές τους για να βρεθούν στους δρόμους και μην υποτιμάς όσους αποφάσισαν να μην επιστρέψουν στην "ομαλή" ζωή τους.
Δεν μιλώ αφυψηλού, κι εγώ σκλάβος κάποιου πολύωρου είμαι, με σποραδικές μόνο αποδράσεις στη χώρα της εξέγερσης, αλλά ναι μπορούμε, κι εσύ κι εγώ κι όλοι οι άλλοι, να σπάσουμε τις αλυσίδες μας.

@ Κωστής Βελώνης
Εκφράζεις πολύ ωραία τη φιλοσοφία σου (και την ελπίδα σου) όταν λες ότι "τα πράγματα θα παραμείνουν ακριβώς όπως ήταν". Φαίνεται όμως ότι αυτή η ελπίδα είναι πια λιγότερο ατράνταχτη - αλλιώς δεν θα επιστράτευες το μπαγιάτικο επιχείρημα ότι οι εξεγερμένοι είναι κατά βάθος βουτυρόπαιδα. Εδώ και 40 χρόνια, θυμάμαι αυτό τον ισχυρισμό να επανέρχεται όποτε και όπου ζορίζουν τα πράγματα. Οι πραγματικά εξαθλιωμένοι έμειναν άφαντοι, μας λες. Αλλά όποτε εμφανίστηκαν ή θα εμφανιστούν, εσύ κι οι όμοιοί σου είσαστε έτοιμοι να τους πείτε λούμπεν, πλιατσικολόγους, βάρβαρους, γύφτους κλπ. Κάποιο άλλοι βέβαια χρησιμοποιούν ήδη εναντίον τους το βιτριόλι (στην κυριολεξία) - δεν ξέρω αν το πρόσεξες.
Καλά κάνεις και ανησυχείς. Η ηρεμία σου κι οι βεβαιότητές σου κινδυνεύουν σοβαρά.

Ανώνυμος είπε...

πες μου ειλικρινά μπουκανιέρο , το ζήτημα είναι αν οι μπάτσοι είναι γουρούνια και δολοφόνοι η αν οφείλει η αστυνομία να εκδημοκρατισθεί με τη χρήση όπλων που δεν θα έχουν την δυνατότητα να αφαιρέσουν την ανθρώπινη ζωή ? αν δέχεσαι ότι η αστυνομία δεν αποτελεί μια έστω πρόσκαιρη αναγκαιότητα τότε νομίζω ότι σ’ ενδιαφέρει ο χαβαλές
κωστης βελωνης

futura είπε...

@ ΚΒ
Ως απάντηση στα περί «εκδημοκρατισμού της αστυνομίας» παραθέτω ένα απόσπασμα από εκτενές κείμενο του Φώτη Τερζάκη που δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του περιοδικού «Πανοπτικόν».
«[...] Το ζήτημα της αστυνομικής βίας είναι βέβαια τρομακτικά σοβαρό, χάνει όμως κάθε σημασία από τη στιγμή που συζητιέται αποσυνδεδεμένο. Η αστυνομία δεν είναι δημοκρατικός μηχανισμός – και από αυτή την άποψη είναι γελοία τα όσα ακούστηκαν και κατά καιρούς ακούγονται για «εκδημοκρατισμό της αστυνομίας»: μια πραγματικά δημοκρατική αστυνομία δεν θα ήταν καθόλου αστυνομία, θα ήταν λαϊκή πολιτοφυλακή…Μια «δημοκρατική αστυνομία» είναι αντίφαση εν τοις όροις, όσο ακριβώς είναι αντίφαση εν τοις όροις να βαφτίζουμε τις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες της αγοράς «δημοκρατίες». Πόσο τυφλός, πόσο παραπλανημένος, πόσο ανεγκέφαλος πρέπει να είναι κάποιος δηλαδή για να μη βλέπει πως η δημοκρατία, με οιαδήποτε έννοια του όρου, συνυποθέτει αυστηρά έναν κρίσιμο βαθμό κοινωνικής ισότητας; Όταν κάποιος έχει τη δύναμη να αγοράσει (και να πουλήσει) την εργασία μου, τον χρόνο μου, το σώμα μου και την ίδια την επιβίωσή μου, τι θα ήταν γι’ αυτόν ευκολότερο από το ν’ αγοράσει τη γνώμη μου; Να αγοράσει κατά συνέπεια την ψήφο μου, τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, τη δημόσια και ιδιωτική συμπεριφορά μου; Να μη γελιόμαστε• δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στις σημερινές κοινωνίες που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό τους «δημοκρατίες» – ούτε βεβαίως η ύπαρξη κοινοβουλίων, εξ ου και η απαξίωσή τους από ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας… Το να πει κάποιος –όπως ακούσαμε κυβερνητικό εκπρόσωπο να λέει– ότι όσοι περιφρονούν το κοινοβούλιο είναι οπαδοί του σκοταδισμού και της δικτατορίας γεννάει τουλάχιστον υπόνοιες για τη διανοητική του επάρκεια, διότι ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να εννοήσει το πρόδηλο σημαινόμενο της απαξίωσης: το γεγονός δηλαδή ότι στις κοινωνίες της ξέφρενης κεφαιοκρατικής συσσώρευσης έχουν ήδη αρθεί οι περιεχομενικές διαφορές κοινοβουλευτισμού και δικτατορίας.
Ως μηχανισμός περιφρούρησης ενός κράτους φτιαγμένου έτσι ώστε να διασφαλίζει την ανισότητα του πλούτου και της ισχύος, η αστυνομία είναι κατ’ ανάγκη ένας μηχανισμός καταστολής: δουλειάς της είναι να βιαιοπραγεί, να βασανίζει και, όταν είναι ανάγκη, να σκοτώνει… Όσο αμείλικτο κι αν ακούγεται αυτό, δεν χρειάζεται να μας εμποδίζει να δούμε τα πράγματα και από την ανθρώπινη πλευρά του αστυνομικού. Βεβαίως, από τον ίδιο τους τον χαρακτήρα μηχανισμοί όπως ο στρατός και η αστυνομία είναι φυσικό να ασκούν έλξη σε κάποιες ιδιαίτερες χαρακτηρολογίες ανθρώπων: βαριά ψυχαναγκαστικούς, σαδομαζοχιστικές προσωπικότητες, ασταθή εγώ με παρανοϊκή δομή στα όρια του διωκτικού παραληρήματος… Για τον ίδιο λόγο δεν μπορούν οι μηχανισμοί αυτοί να πάψουν να αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία με νεοφασιστικές οργανώσεις, δεδομένου ότι με τον όρο «νεοφασισμός» κατανοούμε κυρίως την πολιτική μορφή που ενδύονται τέτοιου είδους ψυχοπαθολογίες. Εξίσου παράλογο θα ήταν όμως να πιστέψουμε ότι όλοι όσοι εργάζονται στις δυνάμεις ασφαλείας ή και στον στρατό ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία (αναρωτιέμαι μάλιστα εάν συνιστούν καν πλειοψηφία…). Διότι προφανώς για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, ιδίως από τη βάση της ταξικής πυραμίδας, το πράγμα γίνεται αντιληπτό σαν μία δουλειά όπως όλες οι άλλες, και μάλιστα ένα είδος δουλειάς που ανέκαθεν έδινε τη δυνατότητα σε παιδιά ταπεινής καταγωγής να σταδιοδρομήσουν ανοδικά στην κοινωνική ιεραρχία, πράγμα που σε άλλα πεδία τούς ήταν απαγορευμένο. Ως εργαζόμενοι, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται αντιμέτωποι με μία απεριόριστα ταπεινωτική συνθήκη, στα όρια του ανθρώπινου – διότι το να πρέπει να υπακούς, το να ενεργείς αποκλειστικά κατ’ εντολήν και να σου είναι απαγορευμένη κάθε προσωπική κρίση, επιλογή και αυτενέργεια είναι ίδιον μόνο του δούλου, για του οποίου την ανθρώπινη υπόσταση, ως γνωστόν, είχαν αμφιβολίες μερικοί από τους εξοχότερους κατά τ’ άλλα διανοητές της αρχαιότητας… Από τη θέση αυτή, ο «υπερβάλλων ζήλος» πολλών αστυνομικών θα μπορούσε ακόμα και να ιδωθεί ως η έσχατη διεκδίκηση –διεστραμμένη και παραπλανημένη φυσικά– της στραγγαλισμένης τους αυτονομίας.
Θέλω να πω, δηλαδή, ότι το να κατηγορούμε προσωπικά κάποιους αστυνομικούς, και μάλιστα με δακρύβρεχτους ηθικολογισμούς, είναι απλή εθελοτυφλία. Ισοδυναμεί με το να συγκαλύπτουμε το πρόβλημα του δομικού ρόλου της αστυνομίας σε κοινωνίες όπου η ταξική βία αναβλύζει διαρκώς, ακατάπαυστα, μέσ’ απ’ όλες τις θεσμικές πτυχές (και της οποίας θύματα δεν είναι λιγότερο οι ίδιοι οι αστυνομικοί, ανεξαρτήτως τού πόσο μπορούν να το καταλάβουν): πολύ πιο αποκαλυπτική επ’ αυτού, πιστεύω, είναι η αθέμιτη και κατά συρροήν συνεργία αστυνομίας και δικαστικής εξουσίας, αυτή που εξασφαλίζει τη συστηματική ατιμωρησία των αστυνομικών εγκλημάτων καταστρατηγώντας ακόμα και τους κατ’ επίφασιν κανόνες που έχουν ανάγκη για τη νομιμοποίησή τους οι αυτοαποκαλούμενες «δημοκρατίες». Αλλά ούτε κι αυτό αρκεί, διότι όσο το πρόβλημα δεν είναι απλώς ζήτημα ατομικής αυθαιρεσίας, άλλο τόσο δεν είναι απλώς ζήτημα «θεσμικής δυσλειτουργίας»: σε κοινωνίες από τη σύστασή τους σχεδιασμένες βάσει του παραδείγματος της αγοράς, όπου όλες οι λειτουργίες τους είναι αιχμάλωτες στον χαλύβδινο μηχανισμό της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής του εμπορεύματος, πράγμα που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μονοπώληση του πλούτου και της ισχύος από όλο και πιο περιορισμένες ελίτ και στην αυξανόμενη περιθωριοποίηση όλο και μεγαλύτερων κομματιών του πληθυσμού, η «ομαλή» λειτουργία των θεσμών δεν έχει λιγότερο απάνθρωπες συνέπειες από τη δυσλειτουργία τους. [...]»

Ανώνυμος είπε...

Eπειδή αναφέρομαι στην ελληνική πραγματικότητα σήμερα και όχι στις λενινιστικές πρακτικές του παρελθόντος θεώρησα ότι ο ορος «εκδημοκρατισμός» της αστυνομίας είναι επίκαιρος και αναγκαίος . Το να αντιπροτείνω μια λαϊκή πολιτοφυλακή έναντι της αστυνομίας θα ήταν ξεκάθαρο από τη δική μου πλευρά τουλάχιστον ότι δεν έχω τη διάθεση για διάλογο. Είναι μια απάντηση που προσφέρει μπόλικη «επαναστατικότητα» εκ του ασφαλούς και αλαζονεία
κ.β