Ένα πρώτο σχόλιο για τις αστιακές εξεγέρσεις

Όσοι έσπευσαν να βγάλουν γρήγορα συμπεράσματα από τα πρωτόγνωρης έντασης και έκτασης γεγονότα των τριών τελευταίων ημερών, που μετέτρεψαν αρκετές πόλεις σε μικρά ή μεγάλα πεδία μάχης, θα πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικοί και να μην παρασύρονται από καθεστωτικές λογικές του τύπου «η βία γεννάει τη βία» (αυτό όλοι το ξέρουμε!) ή να αποδίδουν ό,τι γίνεται στους «γνωστούς-άγνωστους» και στους «κουκουλοφόρους» ή, ακόμα ακόμα, να επισείουν τον κίνδυνο της «συντηρητικής στροφής» του εκλογικού σώματος λόγω του φόβου που συσπειρώνει τα πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας. Γιατί πίσω από την «κουκούλα» δεν κρύβονται οι «εχθροί της κοινωνίας», κρύβονται τα παιδιά της, και κάτω από την οργή που έβγαλε χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο σοβεί μια υπερσυμπυκνωμένη πια κοινωνική ένταση που δημιουργεί η κοινωνική πραγματικότητα και τα αδιέξοδα ενός αυτοκαταστροφικού πολιτισμού.
Ούτε φυσικά, συμμερίζομαι την άποψη κάποιων άλλων, ανεγκέφαλων συνήθως, που θεωρούν τη βία αυτοσκοπό και το γενικευμένο μπάχαλο επανάσταση. Πιστεύω απαρέγκλιτα ότι το αναρχικό/αντιεξουσιαστικό/αυτόνομο κίνημα πρέπει να στραφεί στην κοινωνία, στους ανθρώπους με τα πραγματικά προβλήματα, επιθυμίες και ανάγκες, να εργαστεί μαζί τους για την πραγματική ανατροπή και όχι να αποξενωθεί πλήρως, στρεφόμενο εναντίον τους.
Καλά θα κάνουν να είναι πιο φειδωλοί στα συμπεράσματά τους και να μετριάσουν τις εμβριθείς αναλύσεις τους ιδιαίτερα όλοι εκείνοι που βγάζουν τα συμπεράσματά τους παρακολουθώντας τις εξελίξεις εκ του μακρόθεν, από τα κάθε είδους μήντια, έντυπα και ηλεκτρονικά. Ή ακόμα κι εκείνοι που αποκαλούνται «ρεπόρτερ» και στήνονται πίσω από τις διμοιρίες των ΜΑΤ, ασκώντας περίπου καθήκοντα δημοσίων σχέσεων για την αστυνομία. Όποιος θέλει να αφουγκραστεί τι συμβαίνει πραγματικά πρέπει να βγει στο δρόμο, να συμμετάσχει σωματικά στον παλμό του οργισμένου πλήθους· να βρεθεί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους κάθε ηλικίας, να δει, να ακούσει, να συζητήσει· να καταλάβει, όσο μπορεί κανείς να καταλάβει, τι είναι αυτό που προκάλεσε την έκρηξη.

Θα επανέλθω αναλυτικότερα όταν θα έχω σαφέστερη αντίληψη των γεγονότων και κυρίως όταν θα διαφανεί τι θα γίνει όταν αυτά, αναπόφευκτα, κοπάσουν.
Αναδημοσιεύω ωστόσο ένα κείμενο που έγραψα την προηγούμενη Πέμπτη, 4 του μήνα, σαν σχόλιο σε ένα κείμενο του Μανώλη Ανδριωτάκη για τη «γηπεδοποίηση» της μπλογκόσφαιρας. Αν και φαινομενικά άσχετο, το σχόλιο αυτό αποδεικνύεται αρκετά συναφές με τα όσα διαδραματίζονται αυτές τις μέρες.

«Αγαπητέ Μανώλη,
Παρακολουθώ από καιρό με ενδιαφέρον το μπλογκ σου, αποφεύγω ωστόσο να σχολιάσω τα κείμενά σου μιας και στα περισσότερα ζητήματα η οπτική μου είναι τελείως διαφορετική από τη δική σου. Μια «κριτική» παρέμβαση εκ μέρους μου θα προκαλούσε πιθανότατα έναν ατέρμονα και μάλλον κουραστικό για τους αναγνώστες σου διάλογο. Κι αν πήρα τώρα την πρωτοβουλία να σχολιάσω το παρόν δημοσίευμά σου είναι γιατί θίγεις ένα από πολλές απόψεις επίκαιρο και σημαντικό ζήτημα, το ζήτημα του ανταγωνισμού.
Θεωρώ ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός, πέρα από τη συμβολική του διάσταση που εσύ εντοπίζεις στη «γηπεδοποιημένη» μπλογκόσφαιρα, ερείδεται στις υλικές βάσεις της ανθρώπινης ζωής και όχι απλώς στην «ανθρώπινη φύση», όπως θα ήθελαν οι Βρετανοί εμπειριστές και οι νεοφιλελεύθεροι. Το να μην λειτουργήσω λοιπόν «ανταγωνιστικά» (σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο) θα ήταν σαν να αποδεχόμουν εκ προοιμίου τη θέση σου, με την οποία όπως ήδη δήλωσα διαφωνώ.
Η διαφωνία μου μαζί σου είναι πως φαίνεται να ξεχνάς ότι ο ανταγωνισμός είναι μια υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα που η κυρίαρχη ιδεολογία θέλει να εξαφανίσει σαν μιαρό σκουπίδι κάτω από το χαλί της ευπρέπειας, της τάξης, του κομφορμισμού και της συναίνεσης, αποβλέποντας σε πολιτικά οφέλη που αφορούν συγκεκριμένες μερίδες του πληθυσμού (για να μη χρησιμοποιήσω την αποτρόπαια για πολλούς λέξη «τάξεις»), αυτές οι οποίες επωφελούνται περισσότερο από το status quo. Ποιοι δεν θέλουν, από τη μια, τον ανταγωνισμό, αλλά, από την άλλη, θέλουν να διατηρήσουν τις παρούσες συνθήκες που τον προκαλούν; Τι νόημα έχει να μιλάς για τη δυνατότητα απάλειψης του ανταγωνισμού σε μια κοινωνία αδικίας, ανισότητας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης; Και πώς μπορούν να ξεπεραστούν πιθανώς αυτές οι συνθήκες που μόλις περιγράψαμε αν όχι μέσα από την ίδια τη διαπάλη και τον ανταγωνισμό;
Όμως, για να μην παρεξηγηθώ, είναι προφανώς άλλο η αφηρημένη «ανταγωνιστικότητα» και άλλο ο κοινωνικός ανταγωνισμός, με άλλα λόγια δηλαδή η κοινωνική πάλη. Και είναι άλλο πράγμα ο συμβολικός ανταγωνισμός π.χ. του ποδοσφαίρου, και εν γένει των σπορ και των αθλημάτων, και άλλο ο πραγματικός κοινωνικός ανταγωνισμός, έστω κι αν μεταξύ τους υπάρχει συνάφεια. Στην πρώτη περίπτωση, η ταύτιση των οπαδών με τις ομάδες τους είναι απολύτως ανοιχτή στην υποκειμενική συμβολική επένδυση. Η απόλυτη, διαχωριστική πόλωση «εμείς» και οι «άλλοι» πληρώνεται με ποικίλα υποκειμενικά περιεχόμενα: ταξικά, εθνικά, σεξιστικά, τοπικιστικά, κ.λπ. Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο η βαλβίδα ασφαλείας για την εκτόνωση των ακραίων ενστίκτων βίας, ούτε μόνο μια «φαντασιακή κοινότητα» που υποστασιοποιείται ως μάζα στο γήπεδο, αλλά και μια μήτρα αναπαραγωγής των ανταγωνιστικών συνθηκών, όπως πολύ σωστά παρατηρείς, αφού μοιάζει να είναι μια χωροχρονική συμπύκνωση της θεαματικής κοινωνίας. Αυτή η «τελετουργική» διάσταση του ποδοσφαίρου μπορεί να βρεθεί σε αντίστοιχες πρακτικές των ανθρώπινων κοινωνιών από πολύ παλιά και δεν τονίζει, νομίζω, τίποτ’ άλλο παρά την πρωταρχική σημασία που έχει η συμβολική διάσταση με την οποία «οργανώνει» ο άνθρωπος τις σχέσεις του με τη φύση και την κοινωνία.
Για να γίνω κατανοητός θα πρέπει μάλλον πρώτα να αποσαφηνίσω την εκ μέρους μου χρήση του όρου «ανταγωνισμός». Θα έχει καταστεί μάλλον σαφές ότι για μένα ο ανταγωνισμός δεν είναι μια επιλογή που μπορεί να τη θεωρούμε σωστή ή λανθασμένη, «καλή» ή «κακή» – δεν πρόκειται καν για επιλογή! Είναι η αντικειμενική έκφραση στο κοινωνικό πεδίο συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. Είναι η «ένταση» που απορρέει από τη σχέση κυρίαρχου-κυριαρχούμενου, εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου, «κυρίου» και «δούλου», και δεν εννοώ μόνο τις οικονομικές σχέσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ανταγωνισμός είναι η μήτρα της αλλαγής, από αυτή θα προκύψει ό,τι νέο, και μόνο μέσα από αυτή την πάλη μπορούν πιθανώς να εξαλειφθούν οι προϋποθέσεις που αναπαράγουν τον ανταγωνισμό.
Θα πρέπει νομίζω να αντιμετωπίζουμε θετικά το γεγονός ότι ξέσπασαν και πάλι ιδεολογικές διαμάχες και ανταγωνισμοί που στη δεκαετία του ’90 και μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ξεπερασμένες. Και δεν πρέπει να μας προκαλεί κατάπληξη ότι ο ανταγωνισμός των ιδεών, των απόψεων και των στάσεων μαίνεται στο διαδίκτυο, ειδικότερα εάν θεωρούμε ότι το διαδίκτυο είναι ένα νέο, δημοκρατικό μέσο, ανοιχτό στον καθέναν (αν και προσωπικά δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη). Είναι φυσικό στην μπλογκόσφαιρα να οξύνονται φαινόμενα που η τηλεόραση, ας πούμε, δεν μπορεί να τα παράγει παρά μόνο να τα αναπαραστήσει ως εικόνα. Και αυτό διότι η τηλεόραση δεν είναι ένα «ανοιχτό» και δημοκρατικό μέσο όπως θέλει να παρουσιάζεται, αλλά ένα μέσο που ιδιωτικοποιήθηκε για να «εκδημοκρατιστεί», να ξεφύγει δήθεν από την ασφυκτική αγκάλη του κράτους και να περάσει εν τέλει στον «δημοκρατικό έλεγχο» της αγοράς όπου οι τηλεθεατές «ψηφίζουν» μέσω της AGB. Όμως η τηλεόραση, περνώντας στα χέρια των ιδιωτών και όχι ας πούμε στον πραγματικά δημοκρατικό έλεγχο των πολιτών (αν και οι συχνότητες είναι δημόσιο αγαθό), περιόρισε στο ελάχιστο το πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού για τον έλεγχό της και διεύρυνε τη λογική του εμπορικού ανταγωνισμού. Λόγω του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος τοποθετείται λοιπόν αναπόφευκτα σε συγκεκριμένη θέση στο πεδίο του κοινωνικού ανταγωνισμού. Δεν συμβαίνει το ίδιο με το διαδίκτυο, όπου οι ιδιοκτησιακές σχέσεις είναι πολύ πιο συγκαλυμμένες και η «πλατφόρμα» του μέσου πολύ πιο ανοιχτή. Εδώ τα προβλήματα που ανακύπτουν είναι πολύ διαφορετικά, έχουν όμως πάντοτε το ίδιο φόντο: μια εκ βάθρων άνιση κοινωνία.
Είναι κατά τη γνώμη μου λάθος να καταδικάζουμε το σύμπτωμα, τον ανταγωνισμό τον ίδιο δηλαδή, ως πηγή της γενικευμένης αγριότητας και βίας που αντανακλάται με ιδιαίτερη οξύτητα παντού γύρω μας σήμερα, και όχι την ασθένεια, δηλαδή τις πραγματικές αιτίες που τον προκαλούν. Από την ιδιωτική έως τη δημόσια σφαίρα οι εντάσεις και οι προστριβές είναι αλλεπάλληλες και συνεχείς γιατί οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις μας είναι ανταγωνιστικές. Και φυσικά τα φαινόμενα αυτά θα εντείνονται όσο οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες που μας φέρνουν στις συγκεκριμένες θέσεις ανταγωνισμού δεν αλλάζουν ριζικά.
Ο ανταγωνισμός ως ένδειξη δήθεν «βαρβαρότητας» (βία, κανιβαλισμός, μιαρότητα, ιεροσυλία, κ.λπ. κ.λπ.) απηχεί τις αστικές αντιλήψεις για μια εύτακτη και ιεραρχικά οργανωμένη κοινωνία του αστικού πολιτισμού. Η αστική ιδεολογία αναγνωρίζει τον οικονομικό ανταγωνισμό ως θεμελιώδες κίνητρο για την παραγωγή πλούτου, ως «φυσικό» ανθρώπινο χαρακτηριστικό («πόλεμος όλων εναντίον όλων»), ενώ, από την άλλη, προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποσιωπήσει και να καταστείλει τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Δεν είναι λοιπόν το «ανορθολογικό» στοιχείο («κοιτάξτε πώς συμπεριφέροντε οι οπαδοί στο γήπεδο!»), ή οι «διαστρεβλωμένες ιδεολογίες» που λέει και ο Ομπάμα (συμπεριλαμβάνοντας συλλήβδην σε αυτές ό,τι δεν συντονίζεται με το αμερικανικό όραμα για τον κόσμο), που δήθεν προκαλούν την κοινωνική αναταραχή, τον ανταγωνισμό και την πάλη, και που δεν μας αφήνουν να «προοδεύσουμε όλοι μαζί», να δημιουργήσουμε «νέα παραδείγματα», κ.λπ.. Γιατί, στην πραγματικότητα δεν είμαστε όλοι μαζί, οι «άνθρωποι» αφηρημένα. Ίσως θα έπρεπε, αλλά δεν είμαστε. Αντιθέτως, είμαστε διαχωρισμένοι μέσα σε ένα πολύπλοκο σύστημα πολιτικοοικονομικής ανισότητας, εξουσίας, καταπίεσης και εκμετάλλευσης, το οποίο είναι το πεδίο παραγωγή της ίδιας μας της υποκειμενικότητας. Μέσα σε αυτή την πολυπλοκότητα των σχέσεων και των διαφορετικών υποκειμενικών θέσεων προκύπτει ο σφοδρός ανταγωνισμός, και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού οι ίδιες οι καπιταλιστικές σχέσεις είναι ανταγωνιστικές.
Είναι προφανές λοιπόν γιατί ο ανταγωνισμός δεν θα εξαλειφτεί επειδή απλώς «εμείς» το θέλουμε ή επειδή «εμείς» θεωρούμε ότι έτσι πρέπει να εξαλειφτεί. Γι’ αυτό και κατά τη γνώμη μου η παραγνώριση της σημασίας του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι μια επικίνδυνη πολιτικά άποψη, που τείνει περισσότερο προς την ηθικολογία παρά προς την κριτική, και παρά την απερίφραστα δηλωμένη πεποίθηση ότι πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα λειτουργεί εν τέλει αντίστροφα απ’ ότι επιδιώκει, εξυπηρετεί δηλαδή με τον καλύτερο τρόπο τη συναίνεση που απαιτεί από εμάς το σύστημα για την αναπαραγωγή του.
Το διαδίκτυο όπως και κάθε άλλος «δημόσιος» χώρος θα παραμείνουν, και πρέπει να παραμείνουν, πεδία σύγκρουσης και διαπάλης. Θα διαμορφώνονται μέσα από αυτή, με τους περιορισμούς και τις δυνατότητες που οι ίδιες οι κοινωνικές σχέσεις θα ορίζουν. Δεν πρέπει νομίζω να αποδεχόμαστε σε κανένα κοινωνικό πεδίο την ειρήνη όταν αυτός που θέλει να την επιβάλει είναι ο νικητής, γιατί τότε δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο παρά να παραδεχόμαστε την ήττα μας και να δηλώνουμε, συζητώντας «πολιτισμένα», την υποταγή μας.»

1 σχόλιο:

sensualmonk είπε...

'παρουσιάζω αποκλίνουσα συμπεριφορά / πυροβολήστε προειδοποιητικά'

feel free to copy, paste, forward, print, stick, wear, translate:

http://sensualmonk.blogspot.com/2008/12/blog-post_10.html